ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Χρίστος Κληρίδης: Στην ίδια μοίρα όλοι για τις Ακάλυπτες επιταγές

Χρίστος Κληρίδης: Στην ίδια μοίρα όλοι για τις Ακάλυπτες επιταγές

Χρίστος Κληρίδης: Στην ίδια μοίρα όλοι για τις Ακάλυπτες επιταγές
From
29/10/2002 14:03
Συνέντευξη στη «SW: Τι προνοεί η συμβιβαστική φόρμουλα για να περάσει ομόφωνα η πρόταση Νόμου που υπέβαλε

Ο πληρώνων της μετρητοίς, δεν πρέπει να βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από τον πληρώνων με επιταγή. Αυτό είναι το σκεπτικό και η φιλοσοφία της σχετικής Πρότασης Νόμου, εξηγεί στη Stockwatch ο εισηγητής της νομοθεσίας για τη ρύθμιση του προβλήματος των ακάλυπτων επιταγών, βουλευτής Χρίστος Κληρίδης.

Στη συνέντευξη που παραχώρησε στη «SW», ο βουλευτής των Νέων Οριζόντων, επισημαίνει πως όταν κάποιος εκδίδει επιταγή πρέπει να γνωρίζει ότι από τη στιγμή που κάποιος έβαλε την υπογραφή του, είναι ως εάν να πλήρωσε σε μετρητά και δεν θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αλλάξει γνώμη.

Απαντώντας στις επιφυλάξεις που διατυπώνουν συνάδελφοι του βουλευτές, τονίζει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει η λειτουργία μιας πρακτικής στα ευρύτερα πλαίσια της παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων, η οποία είναι ουσιαστικά παράνομη. «Το χρηματοοικονομικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργεί πάνω σε σαθρές βάσεις. Δεν μπορεί να λειτουργεί πάνω στην παρανομία, δεν μπορεί να λειτουργεί πάνω στο ψέμα, την παραπλάνηση και την εξαπάτηση», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Ο κ. Κληρίδης, αναφέρεται στα ισχύοντα σήμερα στην Ευρώπη, τις μεθόδους που προωθούνται και αποκαλύπτει στη «SW», την συμβιβαστική εισήγηση που θα υποβάλει στην επιτροπή Νομικών της Βουλής για την εξεύρεση της μίνιμουμ συναίνεσης, ούτως ώστε να περάσει στο σύνολο της η Πρόταση Νόμου που υπέβαλε.

Μεταξύ, άλλων, για να αποτελεί δικαίωμα υπεράσπισης η «εύλογη αιτία», θα πρέπει: Πρώτον, το σταμάτημα εξαργύρωσης της επιταγής να γίνεται έγκαιρα και με γραπτή μόνον εντολή προς την Τράπεζα, δεύτερον, στην επιστολή να διευκρινίζονται και οι λόγοι που το αιτιολογούν ούτως ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο, εκ των υστέρων κάποιος να σκεφθεί ή να σκαρφιστεί οποιουσδήποτε λόγους και να τους επικαλείται. Τρίτον, εκτός της γραπτής επιστολής το «σταμάτημα της επιταγής» να συνοδεύεται και με καταχώρηση πολιτικής αγωγής στο δικαστήριο, εντός τακτής προθεσμίας π.χ. εντός ενός μηνός από την ημερομηνία που θα ήταν πληρωτέα η επιταγή, ή την ημερομηνία που σταμάτησε την επιταγή.

Παράλληλα, δηλώνει άγνοια για την μεταστροφή 180 μοιρών των τραπεζών στο θέμα της ρύθμισης για την επίλυση της μάστιγας των ακάλυπτων επιταγών, αφού όπως λεει οι τραπεζικοί οργανισμοί ωφελούνταν από το καθεστώς που υπάρχει σήμερα, ωστόσο, τονίζει ότι το μεγαλύτερο όφελος από την ψήφιση της νομοθεσίας θα έχουν κατά κύριο λόγο και πάλιν οι Τράπεζες.

Ακολουθεί η συνέντευξη του κ. Χρίστου Κληρίδη:

Ερ.: Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι στο τέλος του μήνα θα ψηφιστεί η πρόταση νόμου που έχετε υποβάλει και συζητείται αυτή τη στιγμή στη Βουλή ή μήπως θα υπάρξει νέα αναβολή;

Απ.:
Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι η Βουλή δεν θα δεχθεί αναβολή, υπό την έννοια ότι θα πρέπει πρώτα να λειτουργήσει το αρχείο και ύστερα να θεσπιστεί η νομοθεσία.

Ερ.: Αντιλαμβάνομαι όμως ότι η πρόταση σας συναντά προβλήματα στο να υιοθετηθεί στο σύνολο της;

Απ.:
Πρώτα να πούμε τι περιλαμβάνει. Η πρόταση Νόμου έχει δύο βασικά σκέλη: Πρώτον, να καταστήσει πιο εύκολη τη διαδικασία Απόδειξης, στο δικαστήριο της ακάλυπτης επιταγής που σήμερα είναι πολύπλοκη. Καθιστώντας δεκτό στο δικαστήριο ως «μαχητό τεκμήριο» τα όσα αναφέρονται στη σφραγίδα της Τράπεζας στην επιστραφείσα επιταγή (π.χ. η ημερομηνία, ότι επεστράφη λόγω έλλειψης χρημάτων κ.ο.κ.). Αυτό το σκέλος θα περάσει ομόφωνα.

Αυτό που δεν φαίνεται να κερδίζει τη πλειοψηφία των κομμάτων, είναι το δεύτερο σκέλος, το οποίο προβλέπει κατάργηση της γραμμής υπεράσπισης, περί «εύλογης αιτίας» στις περιπτώσεις που κάποιος εκδίδει επιταγή και στη συνέχεια σταματά τη διαδικασία πληρωμής της επιταγής. Το σκεπτικό υπέρ της κατάργησης αυτής, είναι ότι δεν μπορεί ο πληρώνων της μετρητοίς, να είναι σε δυσμενέστερη θέση από τον πληρώνων με επιταγή.

Κατά συνέπεια, η εισήγηση μου είναι να καταργηθεί η πρόνοια που παρέχει το δικαίωμα σταματήματος της επιταγής για «εύλογη αιτία» και το αποποινικοποιεί (δηλαδή παρέχει το δικαίωμα υπεράσπισης). Ούτως ώστε ο καθένας να γνωρίζει ότι από τη στιγμή που εκδίδει μια επιταγή πρέπει να την «τιμήσει» ακόμα και αν έχει εύλογη αιτία να την σταματήσει, αφού διατηρεί το δικαίωμα να προσφύγει στο πολιτικό δικαστήριο, όπως ακριβώς έχει το ίδιο δικαίωμα και αυτός που πλήρωσε σε μετρητά.

Με αυτό τον τρόπο πιστεύω, ότι θα μειωθούν κατακόρυφα οι περιπτώσεις σταματήματος ακάλυπτων επιταγών, χωρίς να επηρεάζονται τα δικαιώματα εκείνων που εκδίδουν τις επιταγές διότι θα μπορούν να διεκδικήσουν τα χρήματα τους ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου, όπως εκείνοι που πληρώνουν σε μετρητά.

Πιστεύω λοιπόν, ότι παρόλο που υπάρχουν κάποιες αντιρρήσεις από κομματικές ομάδες, η υλοποίηση της πρότασης μου αποτελεί ένα κοινωνικό μέτρο το οποίο θα αποδώσει δικαιοσύνη και θα συντείνει στην εξάλειψη αυτής της παρανομίας.

Ερ.: Γίνετε πιο συγκεκριμένος. Ποια κόμματα έχουν ενδοιασμούς;

Απ.:
Το ΑΚΕΛ και ο ΔΗΣΥ, αλλά πρέπει να πω ότι δεν έχουν γίνει οι τελικές τοποθετήσεις.

Ερ.: Το ΔΗΚΟ;

Απ.:
Δεν έχουν ακόμη τοποθετηθεί.

Ερ.: Και που εστιάζονται οι ενδοιασμοί των διαφωνούντων;

Απ.:
Οι συνάδελφοι βουλευτές των κομμάτων αυτών επιμένουν ότι θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ η υπεράσπιση που υπάρχει σήμερα στις ακάλυπτες επιταγές, δηλαδή όταν κάποιος δίνει εντολή στην τράπεζα του να μην εξαργυρωθεί κάποια επιταγή που εξέδωσε.

Ερ.: Γιατί έχουν ενδοιασμούς;

Απ.:
Διότι θεωρούν ότι αποτελεί ένα σύστημα ως μέθοδος παροχής «καλής πίστεως» και πως το εμπόριο «κινείται» υπό την έννοια, ότι πάρα πολλοί εκδίδουν μεταχρονολογημένες επιταγές, που μπορεί να θεωρηθεί μια μορφή πίστωσης που υποβοηθάει το χρηματο-οικονομικό-πιστωτικό σύστημα της κυπριακής οικονομίας. Υποστηρίζουν ακόμη, ότι αν «αφαιρεθεί» η υπεράσπιση αυτή σε αυτούς που εκδίδουν μεταχρονολογημένες επιταγές και στη συνέχεια τις σταματούν, ισχυριζόμενοι «εύλογη αιτία», τότε θα αναστατώσουμε το παζάρι.

Ερ.: Εσείς γιατί απορρίπτετε αυτό το επιχείρημα, το οποίο εκ πρώτης όψεως φαίνεται εύλογο;

Απ.:
Προσωπικά δεν μπορώ να κατανοήσω ότι μπορεί να χρησιμοποιείται ένα σύστημα το οποίο γνωρίζουμε ότι είναι ουσιαστικά παράνομο και δημιουργεί προβλήματα, ως μέρος του ευρύτερου συστήματος παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων. Υπάρχουν όμως κι άλλοι λόγοι και θα σας εξηγήσω. Κατ’ αρχάς, διότι όταν κάποιος εκδίδει επιταγή πρέπει να γνωρίζει ότι από τη στιγμή που κάποιος έβαλε την υπογραφή του σε μια επιταγή, είναι ως εάν να πλήρωσε σε μετρητά. Έτσι πρέπει να το θεωρεί, γιατί έτσι είναι και μια υγιής συναλλαγή, ένα υγιές εμπόριο. Δεν πρέπει να έχει το δικαίωμα όταν αλλάξει γνώμη, να επικαλείται διάφορους λόγους για να σταματά την επιταγή, διότι τότε είναι που δημιουργείται αναστάτωση στις χρηματικές συναλλαγές και επιπλέον, κλονίζεται και η εμπιστοσύνη του εμπορικού κόσμου.

Το χρηματοοικονομικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργεί πάνω σε σαθρές βάσεις. Δεν μπορεί να λειτουργεί πάνω στην παρανομία, δεν μπορεί να λειτουργεί πάνω στο ψέμα, την παραπλάνηση και την εξαπάτηση.

Ερ.: Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις, που κάποιος θα έχει όντως σοβαρότατο λόγο για να σταματήσει κάποια επιταγή που εξέδωσε.

Απ.:
Σε αυτή την περίπτωση, δεν χάνει τα δικαιώματα του, επειδή «τίμησε» την υπογραφή του. Εξακολουθεί να έχει κάθε δικαίωμα, αφού πληρωθεί η επιταγή, να διεκδικήσει την επιστροφή των χρημάτων του ποσού της επιταγής με αστική αγωγή. Όπως ακριβώς δηλαδή, και εκείνος που πληρώνει σε μετρητά.

Ερ.: Αληθεύει ότι οι μεταχρονολογημένες επιταγές, είναι αυτές που αφορούν και το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων η εξαργύρωση δεν προχωρά επειδή οι εκδότες τους τις «σταματούν»; Τα στοιχεία που σας έχουν δοθεί στην επιτροπή Νομικών της Βουλής τι λένε;

Απ.:
Όπως μας ελέχθη δεν τηρείται αρχείο μεταχρονολογημένων επιταγών, αφού όντως είναι πολύ δύσκολο να τηρηθεί ένα τέτοιο αρχείο. Δεν μπορεί να ξέρει η εμπορική τράπεζα, ότι μια επιταγή ήταν μεταχρονολογημένη αν αυτή παρουσιάζεται στη τράπεζα προς εξαργύρωση, μετά την σχετική ημερομηνία που αναγράφεται στην επιταγή.

Είναι πάντως, γεγονός, σύμφωνα και με την 20ετή πείρα μου ως δικηγόρου, ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των επιταγών που δικάζονται αφορά τις μεταχρονολογημένες επιταγές και την υπερασπιστική γραμμή που προβάλλει, ότι η επιταγή «σταμάτησε» για εύλογο λόγο και αιτία.

Ερ.: Και οι συνήθεις λόγοι για τους οποίους γίνεται επίκληση;

Απ.:
Δεν μου έδωσε κάτι το οποίο μου υποσχέθηκε... ήταν χαλασμένο το προϊόν... δεν μου πρόσφερε την υπηρεσία, το προϊόν ή την ποιότητα που συμφωνήσαμε, ήταν μικρότερη η ποσότητα κ.λ.π. Αντιλαμβάνεσαι πως όταν υπάρχει αυτή η «υπερασπιστική γραμμή» ένας μπορεί να σκεφθεί ένα εκατομμύριο λόγους, τους οποίους μπορεί να επικαλεστεί.

Το επιπλέον αρνητικό, είναι το γεγονός ότι το Δικαστήριο σε μια ποινική υπόθεση, αναγκάζεται να διερευνά αυτές τις διαφορές οι οποίες όμως, είναι καθαρά αστικής φύσεως. Μα αυτός δεν είναι ο ρόλος του δικαστού, σε υπόθεση ποινικής φύσεως.

Οι κυπριακές Τράπεζες και η τάσεις στην Ευρώπη

Ερ.: Έχει λεχθεί στην επιτροπή Νομικών κατά τη συζήτηση της πρότασης Νόμου που υποβάλατε, πόσα είναι τα έσοδα των τραπεζών από τις χρεώσεις που επιβάλλουν για κάθε ακάλυπτη επιταγή;

Απ.:
Έχει λεχθεί ότι οι Τράπεζες εισπράττουν ένα σημαντικό ποσό υπό την μορφή χρέωσης για κάθε ακάλυπτη, ποσό το οποίο συνολικά αφορά και ξεπερνά εκατοντάδες χιλιάδες ίσως και εκατομμύρια λίρες.

Ερ.: Τότε πως εξηγείτε, τι σας έχουν πει στη Βουλή για την στροφή 180 μοιρών στη στάση τους, ενώ από αυτή την παρανομία κερδίζουν πάρα πολλά λεφτά.

Απ.:
Δεν μας έχουν πει, αλλά ο Σύνδεσμος Εμπορικών Τραπεζών μας ανέφερε ότι δεν έχουν καμία ένσταση στη θέσπιση αυτής της νομοθεσίας. Η προσωπική μου εκτίμηση, είναι ότι άρχισε πλέον να γίνεται κατανοητό ότι δεν μπορεί η οικονομία να κινείται πάνω σε σαθρές βάσεις. Πιστεύω ότι και οι τράπεζες θα πρέπει να τακτοποιήσουν την πελατεία τους.

Δεν μπορεί η πελατεία μιας τράπεζας, να είναι ανεξέλεγκτη και θεωρώ ότι η πίεση που θα υποστούν (οι τράπεζες) και από τα δεδομένα της ΕΕ και τώρα από την Κεντρική Τράπεζα η οποία προτείνει την δημιουργία αυτού του Αρχείου, θα είναι τέτοια που θα έχουν καταλάβει πλέον ότι «μέχρι εδώ, φτάνει» αυτή η επιχείρηση των ακάλυπτων επιταγών.

Ερ.: Τι ισχύει σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ποιες τάσεις διαμορφώνονται;

Απ.:
Στην Ευρώπη ήδη λειτουργούν αρχεία και όσοι εκδίδουν ακάλυπτες επιταγές «μαυροπινακίζονται» σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και οφείλουν να παραδώσουν πάραυτα στην Τράπεζα τα βιβλιάρια που κατέχουν. Σημαντικό είναι ότι δεν δικαιούνται να χρησιμοποιήσουν τρεχούμενο λογαριασμό με βιβλιάριο επιταγών για πολλά χρόνια. Η εισήγηση της Κεντρικής Τράπεζας στη δική μας περίπτωση είναι για μια πενταετία και προς το σκοπό αυτό μας έχει ενημερώσει ότι επεξεργάζεται τον κανονισμό της τον οποίο θα θέσει σε εφαρμογή σε έξη περίπου μήνες.

Διεθνώς, πρέπει να το τονίσω και να το υπογραμμίσω, η τάση είναι η απομάκρυνση από το σύστημα των επιταγών. Στην Ευρώπη για παράδειγμα, οι πληρωμές δυνάμει επιταγών είναι πολύ περιορισμένες. Και γίνονται (οι πληρωμές) είτε με πιστωτικές κάρτες είτε σε μετρητά. Και η τάση είναι η πληρωμή να γίνεται είτε με πιστωτικές κάρτες, είτε τώρα και με ηλεκτρονικές μεθόδους.

Άρα πρέπει να πηγαίνουμε μπροστά.

Ερ.: Καταργείται δηλαδή, το σύστημα των επιταγών;

Απ.:
Όχι, αλλά διαφοροποιείται και γίνεται εξαιρετικά διακριτικό και επιλεκτικό... Οι τράπεζες εκδίδουν ειδικές κάρτες επιταγών (cheque cards) και μέχρις ενός ποσού όταν παρουσιαστεί η καρτο-επιταγή σε τράπεζα, τιμάται απαραιτήτως από την Τράπεζα.

Επομένως τα παράπονα, τα προβλήματα και οι αλυσιδωτές δυσκολίες και επιπλοκές που παρουσιάζει το φαινόμενο των ακάλυπτων επιταγών, είναι σε μεγάλα μεγέθη.

Δεν μπορεί να παρανομούν κάθε μέρα 200 – 300 κύπριοι που είναι ο μέσος όρος έκδοσης ακάλυπτων επιταγών ετησίως και αντί να προσπαθούμε να μειώσουμε ή και να εξαφανίσουμε αυτόν τον αριθμό, να επιχειρούμε να πείσουμε ότι αυτή η παρανομία αποτελεί μέρος του χρηματο-οικονομικού και πιστωτικού μας συστήματος. Θα συμφωνείται ότι και αντιφατικό και παράδοξο είναι.

Ερ.: Ωστόσο, αυτό το πρόβλημα δεν τόλμησε κανείς να το αγγίξει για πολλά χρόνια. Γιατί παρέμεινε λοιπόν άλυτο ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα;

Απ.:
Κοιτάξτε, ο Σύνδεσμος Εμπορικών Τραπεζών έχει τοποθετηθεί θετικά στην πρόταση αυτή, όπως και το υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Από την άλλη η Κεντρική Τράπεζα, που δεν τοποθετείται αρνητικά, ζήτησε κάποια πίστωση χρόνου για να μπορέσει να θέσει σε λειτουργία, παράλληλα, με την υπό εξέταση νομοθεσία το Αρχείο και το Μητρώο της στο οποίο θα καταχωρούνται οι ακάλυπτες επιταγές και οι εκδότες ακάλυπτων επιταγών, κατά τη δεύτερη παρουσίαση τους ενώπιον των τραπεζών. Επιβάλλοντας παράλληλα, κυρώσεις εναντίον αυτών των ατόμων, μέσω των εμπορικών τραπεζών.

Οι περισσότεροι λοιπόν είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ωστόσο υπάρχουν προβληματισμοί από κάποιους βουλευτές μέσα στη Βουλή.

Ερ.: Δεν απαντήσατε στο ερώτημα μου. Κρύβονται συμφέροντα πίσω από αυτήν την πολύχρονη κωλυσιεργία; Και εννοώ μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, τα οποία επέβαλαν την μη επίλυση του προβλήματος των ακάλυπτων επιταγών.

Απ.:
Αν κρίνουμε από το ύψος των ακάλυπτων επιταγών, που φθάνουν στα £250 και £300 εκατομμύρια κάθε χρόνο, τότε μιλούμε για συμφέροντα της τάξης των £250 και £300 εκατ. που κινούνται μέσα στην αγορά με αυτόν τον παράνομο τρόπο.

Ερ.: Σε ποιους συγκεκριμένα αναφέρεστε.

Απ.:
Είναι εμπορευόμενοι... είναι πάρα πολλοί που χρησιμοποιούν αυτό το σύστημα.

Νομίζω ότι υπήρχε αντίληψη ότι οι Εμπορικές Τράπεζες δεν ήταν υπέρ της τροποποίησης...

Ερ.: Έχετε δίκιο. Και ήθελα να σας ρωτήσω...

Απ.:
Αφού λοιπόν και οι τράπεζες έχουν αντιληφθεί ότι δεν εξυπηρετείται το Ίδρυμα τους με την διατήρηση αυτής της παρανομίας, οι μόνοι πλέον που μπορεί να φέρνουν αντιρρήσεις είναι οι παρανομούντες. Είναι δηλαδή αυτά τα £250 και £300 εκατομμύρια που είναι παράνομα μέσα στην αγορά.

Η πρόταση συμβιβασμού...

Ερ.: Και τώρα τι γίνεται; Έχετε κάποια εισήγηση εξεύρεσης συναινετικής λύσης, μιας κάποιας συμβιβαστικής λύσης;

Απ.:
Ναι. Έχω καταλήξει σε μια συναινετική φόρμουλα παρόλο που αυτή δεν την έχω συζητήσει ακόμη με τους συναδέλφους. Θα ήθελα τουλάχιστον, να περάσει με κάποια μορφή που δεν θα με ικανοποιεί πλήρως, αλλά εν πάση περιπτώσει, θα βελτιώνει την κατάσταση εν σχέση με ό,τι επικρατεί σήμερα.

Ερ.: Και το οποίο αφορά, τι;

Απ.:
Στις περιπτώσεις που κάποιος σταματά μια επιταγή και πραγματικά δεν το κάμνει κακόπιστα, αλλά όντως έχει κάποια απαίτηση εναντίον του προσώπου προς όφελος του οποίου εξέδωσε την επιταγή, τότε να έχει κάποιες περαιτέρω υποχρεώσεις οι οποίες να καταδεικνύουν το αξιόπιστο της πράξης του.

Ερ.: Για παράδειγμα...

Απ.:
Μπορούμε να πούμε ότι για να αποτελεί δικαίωμα υπεράσπισης η «εύλογη η αιτία», θα πρέπει: Πρώτον, το σταμάτημα εξαργύρωσης της επιταγής να γίνεται έγκαιρα και με γραπτή μόνον εντολή προς την Τράπεζα, δεύτερον, στην επιστολή να διευκρινίζονται και οι λόγοι που το αιτιολογούν. Ούτως ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο, εκ των υστέρων κάποιος να σκεφθεί ή να σκαρφιστεί οποιουσδήποτε λόγους και να τους επικαλείται. Τρίτον, εκτός της γραπτής επιστολής το «σταμάτημα της επιταγής» να συνοδεύεται και με καταχώρηση πολιτικής αγωγής στο δικαστήριο, εντός τακτής προθεσμίας π.χ. εντός ενός μηνός από την ημερομηνία που θα ήταν πληρωτέα η επιταγή, ή την ημερομηνία που σταμάτησε την επιταγή.

Ερ.: Πότε θα καταθέσετε την συμβιβαστική σας πρόταση;

Απ.:
Πρώτα θα μιλήσω με τον πρόεδρο της επιτροπής Νομικών, Παναγιώτη Δημητρίου και αν πράγματι βρίσκει «πρόσφορο έδαφος, τότε θα προχωρήσουμε τάχιστα πάνω σε αυτή βάση.

Είναι συνταγματική η «μαύρη λίστα»;

Ερ.: Σχετικά με τη θεσμοθέτηση της λεγόμενης «μαύρης λίστας», αυτή είναι νόμιμη και συνταγματική; Δεν υπάρχει παραβίαση προσωπικών δεδομένων;

Απ.:
Εφόσον εφαρμόζεται στη βάση συγκεκριμένης νομοθεσίας δεν υπάρχει παραβίαση. Πρέπει λοιπόν η Βουλή να θεσπίσει ειδική νομοθεσία, διότι με το νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων που έχουμε από το Νοέμβριο του 2001, η τήρηση τέτοιου μητρώου πρέπει να τύχει εγκρίσεως από τον Επίτροπο επεξεργασίας και προστασίας των προσωπικών δεδομένων και το αρχείο που θα τηρείται θα βασίζεται στο νόμο της Κεντρικής Τράπεζας του 2002.

Σε πολλές χώρες πάντως, το αρχείο αυτό χρησιμοποιείται ευρέως και μάλιστα υπάρχουν τράπεζες που απαγορεύουν οποιασδήποτε φύσεως συναλλαγές μαζί της με άτομα που έχουν «μαυροπινακιστεί», αλλά ακόμη περισσότερο δεν επιτρέπουν σε εκδότες που άφησαν εκτεθειμένη μια τράπεζα να έχει οποιεσδήποτε συναλλαγές με άλλη συνεργαζόμενη μαζί τους τράπεζα. Η τράπεζα έχει δικαίωμα να επιλέγει τον πελάτη της, δηλ. μπορεί να ανοίξει λογαριασμό στον α’ ή τον β’ πελάτη.

Ερ.: Έχει δικαίωμα ο οποιοσδήποτε να δίνει αλλού, προσωπικά δεδομένα τα οποία κάποιος του έχει εμπιστευθεί; Αυτό δεν αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση;

Απ.:
Συνήθως όταν ανοίγουμε λογαριασμό σε μια τράπεζα και διαβάσουμε προσεκτικά τα «ψιλά» γράμματα - τις υποσημειώσεις - των όρων ανοίγματος του λογαριασμού και διακίνησης, θα διαπιστώσουμε ότι δίνουμε με την συγκατάθεση μας σε πάρα πολλά πράγματα τα οποία πληροφορούμαστε εκ των υστέρων, όπως π.χ. η τράπεζα να ανοίγει και να κλείνει το λογαριασμό, να μεταφέρει ποσά, να καλύπτει άλλους λογαριασμούς, να παρέχει πληροφορίες σε τρίτους. Πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του νόμου και του απορρήτου.

Να διευκρινίσω πως όταν μιλούμε για προσωπικά δεδομένα, υπό την αυστηρά νομική έννοια, προσωπικά δεδομένα θεωρούνται ότι έχουν να κάνουν με την ιδιωτική ζωή του κάθε ενός και στη συγκεκριμένη νομοθεσία, που έχει ήδη ψηφίσει, η Bουλή για την Κεντρική Τράπεζα υπάρχει κατηγοριοποίηση «προσωπικών δεδομένων».

Ερ.: Ποιοι θα έχουν το μεγαλύτερο όφελος από τον τερματισμό της «μάστιγας» των ακάλυπτων;

Απ.:
Πρωτίστως οι Τράπεζες, διότι θα κάμνουν επιλογή πλέον, θα «φιλτράρουν» τους αξιόπιστους πελάτες τους. Από κει και πέρα, θα ωφεληθεί η οικονομία του τόπου, διότι και η οικονομία θα «φιλτράρει» τις αξιόπιστες συναλλαγές.



Ερ: Ένα τελευταίο ερώτημα, γνωρίζετε αν οι επιταγές που ζητούνται να μην πληρωθούν, όχι οι ακάλυπτες, αφορούν μεγάλα ποσά;

Απ.:
Και μεγάλα ποσά και μικρά.

Ερ.: Με ποσά όπως £80 και £100, δεν συμφέρει όμως οικονομικά σε κάποιον να πάει στα δικαστήρια για να τα διεκδικήσει αφού τα έξοδα της δίκης, θα είναι γι’ αυτόν σαφώς περισσότερα.

Απ.:
Αυτό είναι γεγονός έχοντας υπόψη, το κόστος και τη δικαστική δαπάνη, όμως σημασία έχει η φιλοσοφία. Από τη στιγμή που κάποιος αποφασίζει να πληρώσει μια υποχρέωση εκδίδοντας μια επιταγή, σημαίνει ότι αναγνωρίζει και δεσμεύεται ότι αυτή η επιταγή θα εξαργυρωθεί. Αν έχει οποιεσδήποτε διαφορές με τον παραλήπτη της επιταγής, αυτές θα τις επιλύσει στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών που δεν αφορούν τη ποινική πτυχή της υπόθεσης.

Ερ.: Δηλαδή, μεταξύ άλλων, σκοπός της νομοθεσίας είναι να σταλεί και ένα μήνυμα;

Απ.:
Θα πρέπει να στείλουμε ένα μήνυμα σε όλους εκείνους που εκδίδουν επιταγές ότι δεν μπορούν να κοροϊδεύουν τους παραλήπτες των επιταγών. Διότι, μέχρι τώρα το βάρος πέφτει στον καλόπιστο πωλητή ή προσφοροδότη των υπηρεσιών, να διεκδικήσει τα δικαιώματα του έναντι κάποιου αναξιόχρεου και αναξιόπιστου να κρατά δελτίο επιταγών. Δυστυχώς, ένας μεγάλος αριθμός ατόμων χρησιμοποιεί το δελτίο των επιταγών γνωρίζοντας ότι, είτε δεν έχουν λεφτά στο λογαριασμό τους στην τράπεζα για να πληρώσει αυτό το οποίο αγοράζει, είτε για να εξασφαλίσει το προϊόν και στη συνέχεια να σταματήσει την πληρωμή. Και άσε αυτόν που έχει να παίρνει... να τρέχει στο δικαστήριο ένα και δύο χρόνια.
NEWSLETTER