Σύμφωνο Αστάθειας και υπο-Ανάπτυξης
Μια αντικειμενική ανάλυση των προνοιών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) της ΕΕ οδηγεί εύκολα στο συμπέρασμα ότι το ΣΣΑ κάθε άλλο παρά προάγει τη σταθερότητα ή την ανάπτυξη.
Η έμφαση την οποία το ΣΣΑ δίνει σε δύο και μόνο δείκτες – δηλαδή το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, ως ποσοστά του ΑΕΠ - είναι από μόνη της ενδεικτική μιας φιλοσοφίας η οποία οδηγεί σε επικίνδυνη υπεραπλούστευση του θέματος της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών.
Εξ’ ορισμού, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρεόυς καθορίζεται όχι μόνο από το πρωταρχικό έλλειμα και το υφιστάμενο χρέος, αλλά και από (α) το επιτόκιο το οποίο πληρώνει το κράτος για να εξυπηρετεί το χρέος και (β) το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας (σε ονομαστικούς όρους). Συγκεκριμένα, η αύξηση του δημόσιου χρέους προέρχεται από δύο παράγοντες: Tο δημοσιονομικό έλλειμμα και τους τόκους πάνω στο υφιστάμενο χρέος. Το χρέος αυξάνεται και αν ακόμη δεν υπάρχει έλλειμμα. Όμως, ως ποσοστό του ΑΕΠ, το χρέος μειώνεται όταν ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας είναι υψηλότερος από το επιτόκιο.
Η διαχρονική σχέση μεταξύ του δημοσιονομικού ελλείμματος (d) και του δημοσίου χρέους (b), και τα δύο ως ποσοστά του ΑΕΠ, είναι εξ’ορισμού η ακόλουθη:
Όπου το t και t-1 υποδηλώνουν χρονική περίοδο (π.χ. 2011 και 2010), το i είναι το επιτόκιο και το n ο ονομαστικός ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ. Όταν το έλλειμμα είναι διαχρονικά σταθερό ως ποσοστό του ΑΕΠ (δηλαδή dt = dt-1=d), το χρέος θα συγκλίνει σε ένα σταθερό ποσοστό του ΑΕΠ, όπως δείχνει η λύση της πιο πάνω απλής διαφορικής εξίσωσης (η οποία προκύπτει όταν bt = bt-1=b*)
Η λύση είναι σταθερή όταν ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερος του επιτοκίου. Όσο μεγάλο και να είναι το αρχικό χρέος θα μειώνεται διαχρονικά μέχρι να καταλήξει στο b*. Αν όμως το επιτόκιο είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το ρυθμό ανάπτυξης, ακόμη και ένα σταθερό δημοσιονομικό έλλειμμα δεν είναι βιώσιμο, με την έννοια ότι ακόμη και ένα πολύ μικρό χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται χωρίς όριο.
Με απλά λόγια, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υψηλός σε σχέση με τα επιτόκια δανεισμού, ακόμη και χρέος που ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ μπορεί να είναι βιώσιμο. Εδώ το παράδειγμα των ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι πολύ χρήσιμο. Το 1946 το δημόσιο χρέος στις ΗΠΑ είχε ανέλθει στο 120% του ΑΕΠ. Αυτό το υψηλό επίπεδο χρέους δεν οδήγησε ούτε σε χρεοκοπία ούτε και σε αναδιάρθρωση του χρέους. Αντίθετα, μέχρι το 1973 το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ μειώθηκε στο 30% του ΑΕΠ. Το κλειδί δεν ήταν ο περιορισμός των δημόσιων δαπανών – το έλλειμμα παρέμεινε κατά μέσο όρο στο 1.2% του ΑΕΠ – αλλά ο υγιής ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης και τα σχετικά χαμηλά επιτόκια.
Η εμμονή του ΣΣΑ σε δύο και μόνο δείκτες δικαιολογείται μόνο αν υποθέσουμε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης είναι σταθερός (και ίδιος γιά όλες τις χώρες), και ότι το ίδιο ισχύει και για τα επιτόκια. Ακόμη και με τέτοιες εξωπραγματικές υποθέσεις, οι στόχοι του ΣΣΑ γιά 3% έλλειμμα και 60% χρέος είναι συμβατοί μεταξύ τους (κατά προσέγγιση) μόνο όταν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερος του επιτοκίου (διότι 1/0.05=20). Αν το επιτόκιο είναι 0%, τότε απαιτείται ονομαστικός ρυθμός ανάπτυξης 5%, ο οποίος ισοδυναμεί με πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3% (με πληθωρισμό της τάξης του 2%, ο οποίος είναι και ο στόχος της ΕΚΤ). Φυσικά, καμία χώρα της ΕΕ δεν έχει τη δυνατότητα να δανειστεί με επιτόκιο 0%. Ακόμη και η Γερμανία πληρώνει επιτόκιο της τάξης του 3%, το οποίο απαιτεί ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης 8.4% για να διατηρείται το χρέος της σταθερό ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και φυσικά για τις χώρες που πληρώνουν πιο υψηλά επιτόκια, απαιτείται ρυθμός ανάπτυξης ακόμη πιο υψηλός.
Το ξεγύμνωμα αυτό του ΣΣΑ - το οποίο έγινε με μαθηματική ακρίβεια και χωρίς υποθέσεις αμφίβολου ρεαλισμού– δεν τελειώνει εδώ. Αν αυτό ήταν το μόνο πρόβλημα, μια απλή αλλαγή των στόχων σε κάπως πιο λογικούς αριθμούς, όπως π.χ. 2% για το έλλειμα και 80% για το χρέος θα αρκούσε. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ρυθμός ανάπτυξης που απαιτείται είναι 2.5% μεγαλύτερος του επιτοκίου, ο οποίος είναι κατορθωτός μέσα σε συνθήκες ομαλότητας.
Ένα από τα πολλά άλλα προβλήματα του ΣΣΑ είναι ότι, παρά τις προσπάθειες για σύγκλιση, όλες οι οικονομίες της ΕΕ δεν είναι οι ίδιες όσον αφορά τα επιτόκια και το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης. Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι το ΣΣΑ δε λαμβάνει υπόψη στο βαθμό που πρέπει τις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου, παρά την τροποποίηση που έγινε το 2005 γι’αυτό το σκοπό. Σήμερα – έπειτα από την πιο βαθιά ύφεση των τελευταίων δεκαετιών - 24 χώρες της ΕΕ βρίσκονται μέσα σε διαδικασία επιτήρησης λόγω υπερβολικού δημοσιονομικού ελλέιμματος. Οι περισσότερες από αυτές προ του 2008 είχαν, σύμφωνα με το ΣΣΑ, υγιή δημοσιονομικά. Με λίγα λόγια το ΣΣΑ μας θέλει να πιστέψουμε ότι εντελώς συμπτωματικά όλες αυτές οι χώρες παρουσίασαν νέα διαρθρωτικά προβλήματα στα δημοσιονομικά τους πεπραγμένα, τα οποία εντελώς συμπτωματικά έτυχε να συμπέσουν με την κρίση του 2008-09.
Το κυριότερο όμως, κατά την άποψή μου, πρόβλημα του ΣΣΑ είναι ότι δε λαμβάνει υπόψη του τις επιπτώσεις των δικών του προνοιών του πάνω στα επιτόκια δανεισμού. Όταν οι δημοσιονομικοί δείκτες υπερβαίνουν τους στόχους του 3% και του 60%, η διαδικασία του «υπερβολικού ελλείμματος» η οποία ακολουθεί - σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΣΣΑ - από μόνη της διογκώνει τόσο το έλλειμμα όσο και το δημόσιο χρέος, διότι δημιουργεί ανησυχίες στις αγορές, οι οποίες με τη σειρά τους απαιτούν υψηλότερα επιτόκια. Επιπρόσθετα, η πίεση που δημιουργεί η διαδικασία αυτή για μείωση των δημόσιων δαπανών επηρεάζει αρνητικά τις δημόσιες επενδύσεις και άμεσα ή/και έμμεσα τις άλλες αναπτυξιακές δαπάνες, μειώνοντας έτσι το ρυθμό ανάπτυξης. Έτσι, το ΣΣΑ, επειδή αγνοεί τις αρνητικές επιπτώσεις των προνοιών του στα επιτόκια και το ρυθμό ανάπτυξης, διογκώνει το πρόβλημα το οποίο καλείται να επιλύσει. Με λίγα λόγια, η ίδια η απόκλιση από τους προβληματικούς δείκτες του ΣΣΑ αποδεικνύεται ως αυτο-επαληθευόμενη προφητεία χρεοκοπίας (self-fulfilling prophecy of insolvency), διότι οδηγεί στην προσδοκία ότι τα δημοσιονομικά ενός κράτους δεν είναι βιώσιμα. Κάτι το οποίο έγινε στην περίπτωση της Ελλάδας, το πρόβλημα της οποίας διογκώθηκε από (α) τα υψηλά επιτόκια που κλήθηκε να πληρώσει και (β) την ύφεση η οποία δημιουργήθηκε λόγω των υπερβολικών μέτρων λιτότητας και από την οποία δύσκολα θα εξέλθει. Αντιθέτως, αν η Ελλάδα πλήρωνε τα ίδια επιτόκια όπως και η Γερμανία και αν επίσης διατηρούσε θετικό ρυθμό ανάπτυξης, αργά αλλά σταθερά θα μπορούσε να μειώσει το δημόσιό της χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ), όπως και οι ΗΠΑ κατά την περίοδο 1946-1973.
Οι περισσότερες αδυναμίες του ΣΣΑ είναι γνωστές και μέσα στους κόλπους της ΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για παράδειγμα, έχει δημοσιεύσει έγγραφο με «ιδέες» γιά τροποποίησή του, το οποίο μεταξύ άλλων ομολογεί ότι το ΣΣΑ έχει αποτύχει (ο συγγραφέας του εγγράφου είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Tilburg). Το έγγραφο αυτό αναγνωρίζει κάποια από τα προβλήματα που ανέλυσα πιο πάνω - δυστυχώς όμως όχι τα πλέον σημαντικά. Ακόμη και αν όλα τα προβλήματα που ανέλυσα πιο πάνω αναγνωρισθούν και αντιμετωπισθούν από την ΕΕ – ενδεχόμενο για το οποίο έχω σοβαρές αμφιβολίες - μέχρι να παρθούν οι απαραίτητες πολιτικές αποφάσεις για την τροποποίηση του ΣΣΑ, οι χώρες της περιφέρειας θα συνεχίσουν να πληρώνουν ένα πολύ ακριβό τίμημα.
Πανίκος Δημητριάδης
Καθηγητής Οικονομικών
Πανεπιστήμιο του Leicester