Σχόλιο για το Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας
Η πρόταση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Αθανασίου Ορφανίδη, για τη δημιουργία Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας – την οποία διάβασα στη Cyprus Mail – είναι καλή. H χρονική συγκυρία, όμως, δεν θα μπορούσε να ήταν χειρότερη.
Tο Ταμείο αυτό θα έπρεπε να είχε δημιουργηθεί εδώ και πολύ καιρό. Δηλαδή όταν οι κυπριακές τράπεζες ξεκίνησαν την επέκτασή τους στο εξωτερικό. Η έστω και όταν η οικονομία ανθούσε, που δεν ήταν πριν πολύ καιρό.
Σε αυτή την κρίσιμη καμπή, που η οικονομία και οι τράπεζες προσπαθούν να ανακάμψουν από την χειρότερη ύφεση των τελευταίων δεκαετιών, είναι πιο πιθανό το ταμείο αυτό να δυσκολέψει αντί να βοηθήσει τον τραπεζικό τομέα. Είναι πιθανόν να μην βοηθήσει τις τράπεζες γιατί οι πόροι του ταμείου ενδεχομένως να είναι ανεπαρκείς για να προστατεύσουν το τραπεζικό σύστημα από ζημιές που πιθανό να προκύψουν στο άμεσο μέλλον (λόγω κυρίως της έκθεσης του στην Ελληνική οικονομία). Και είναι πιθανό να δημιουργήσει επιπρόσθετα προβλήματα στις τράπεζες, ίσως ακόμη και ρευστότητας, αν οι συνθήκες χειροτερεύσουν.
Θα ήθελα να προσθέσω ότι συμφωνώ σε γενικές γραμμές με τη δήλωση του κ. Ορφανίδη ότι ο χρηματοοικονομικός τομέας είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Έρευνα (που διεξήχθη από εμένα και άλλους) έδειξε στατιστικά ότι τόσον οι τράπεζες όσο και οι Συνεργατικές έχουν συμβάλει σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη της Κύπρου.
Κι ενώ, όπως δηλώνει, οι κυπριακές τράπεζες δεν έχουν ζητήσει τη στήριξη του κράτους ακόμα, πρέπει να λεχθεί ότι ο κίνδυνος αυτός έχει αυξηθεί σημαντικά τους τελευταίους δώδεκα μήνες ως αποτέλεσμα της έκθεσης των τραπεζών στην ελληνική οικονομία, οι προοπτικές της οποίας φαίνεται να επιδεινώνονται.
Οι κυπριακές τράπεζες – τουλάχιστον οι δύο μεγαλύτερες – απολαμβάνουν, στην ουσία, μια έμμεση εγγύηση από το κράτος πολλά χρόνια τώρα, πολύ πριν ο κ. Ορφανίδης αναλάβει την Κεντρική Τράπεζα. Με άλλα λόγια, κανείς στην Κύπρο δεν πιστεύει ότι οι δύο μεγαλύτερες κυπριακές τράπεζες μπορούν να πτωχεύσουν ποτέ. Και αν έφταναν ποτέ κοντά σε αυτό το ενδεχόμενο, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι θα είχαν τη στήριξη της κυβέρνησης (μάλιστα, κάποιες από τις δηλώσεις το Διοικητή της Κεντρικής τις τελευταίες βδομάδες, βοήθησαν στο να γίνει η εγγύηση αυτή πιο σαφής από ποτέ).
Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι με την πάροδο των χρόνων – πολύ πριν ο κ. Ορφανίδης ανέλαβε την ΚΤ – οι κυπριακές τράπεζες επεκτάθηκαν στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες και έφτασαν σήμερα να αποτελούν το 650% του κυπριακού ΑΕΠ. Τόσο πολύ ώστε να αντιπροσωπεύουν μεγάλο κίνδυνο για την κυπριακή οικονομία. Και μάλιστα, ακόμα μεγαλύτερο από αυτόν που ενέχουν οι δύο κρατικές αερογραμμές, για τον οποίον υπήρχε μεγάλη αναταραχή στη χώρα. Αυτό αποτελεί σημαντικό – αν όχι τον κύριο – λόγο για τις υποβαθμίσεις της κυπριακής κυβέρνησης – κάτι που η δήλωση του κ. Ορφανίδη δεν φαίνεται να αποδέχεται (για τους S&P ήταν ο μόνος λόγος για την υποβάθμιση ενώ για τους Moody’s ήταν ένας από τους τρεις).
Η σιωπηρή και ρητή πολιτική του «πολύ μεγάλος για να πτωχεύσεις»(Too Big To Fail) ισοδυναμεί με αυτό που είναι γνωστό ως «ηθική βλάβη» (moral hazard). Οι εταιρείες που απολαμβάνουν την εγγύηση αυτή από το κράτος έχουν την τάση να αναπτύσσονται πολύ, παίρνοντας υπερβολικό ρίσκο. Σε καλές εποχές, απολαμβάνουν τα οφέλη των ρίσκων αυτών στη μορφή ασυνήθιστα υψηλών κερδών. Σε χαλεπούς καιρούς, βασίζονται στους φορολογούμενους για στήριξη. Με άλλα λόγια, τα κέρδη παραμένουν ιδιωτικά ενώ οι απώλειες κοινωνικοποιούνται (ο Joseph Stiglitz αποκάλεσε την κατάσταση αυτή «Σοσιαλισμός για τους Πλούσιους»).
Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε με τις κυπριακές τράπεζες. Ο Κύπριος φορολογούμενος πολίτης καλείται σήμερα να πληρώσει περισσότερα για να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος, κυρίως επειδή οι τράπεζες αντιπροσωπεύουν μια τεράστια ενδεχόμενη υποχρέωση (contingent liability) για τα δημόσια οικονομικά.
Και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι συγκρίσεις με το Λουξεμβούργο – που για μία ακόμη φορά έγιναν από το Διοικητή – είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ακατάλληλες. Το τραπεζικό σύστημα του Λουξεμβούργου δεν συνιστά κίνδυνο για τα οικονομικά της κυβέρνησης επειδή οι τράπεζες εκεί είναι ως επί το πλείστον ξένες. Η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου αποκλείει ρητά μηχανισμούς στήριξης των ξένων τραπεζών κατά τη χορήγηση σε αυτές αδεία λειτουργίας εκεί.
Μια πιο σχετική σύγκριση για την Κύπρο είναι – δυστυχώς – αυτή με την Ιρλανδία, όπου οι μεγάλες τράπεζες είναι κυρίως εγχώριες, όπως και στην Κύπρο. Οι ιρλανδικές τράπεζες, τα κεφάλαια των οποίων βρίσκονταν χαμηλότερα από 400% του ιρλανδικού ΑΕΠ πριν από την κρίση (σε σύγκριση με το 650% στην Κύπρο), χρειάστηκαν τη στήριξη της ιρλανδικής κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα είναι η Ιρλανδία να βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη μέση μιας μεγάλης κρίσης χρέους. Η φούσκα στα ακίνητα –που ήταν και ο σημαντικότερος λόγος για την πτώχευση των Ιρλανδικών τραπεζών – δημιουργήθηκε κυρίως από την έκρηξη δανεισμού για την οποία οι ιρλανδικές τράπεζες ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι. Δυστυχώς στην περίπτωση της Κύπρου, εκτός από τη φούσκα που έσκασε στα ακίνητα, οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες έχουν τεράστια έκθεση στην ελληνική οικονομία. Και τα πράγματα στην Ελλάδα, όπως πρόσφατα είπε και το ΔΝΤ, θα επιδεινωθούν πριν βελτιωθούν. (Άλλο ένα χρήσιμο σημείο αναφοράς είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι τρείς μεγαλύτερες τράπεζες έχουν συλλογικά στοιχεία ενεργητικού που ανέρχονται στο 43% το ΑΕΠ. Αυτό θεωρείται από πολλούς επιφανείς οικονομολόγους, όπως τον Simon Johnson του ΜΙΤ, μεταξύ άλλων, ως πολύ επικίνδυνο).
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι κυπριακή οικονομία αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες στην παρούσα συγκυρία. Σε αυτό το σημείο, συμφωνώ πλήρως με τον κ. Ορφανίδη.
Ο κ. Ορφανίδης, ωστόσο, προσπαθεί να μεταθέσει την ευθύνη για τις δύσκολες συνθήκες της Κυπριακής οικονομίας αποκλειστικά στα διαρθρωτικά προβλήματα των δημόσιων οικονομικών. Αν και αυτά τα προβλήματα υπάρχουν – για πολύ καιρό τώρα – δεν αποτελούν την ίδια άμεση απειλή στα δημόσια οικονομικά όσο το τραπεζικό σύστημα. Ούτε το δημόσιο χρέος της Κύπρου που βρίσκεται στο 60% του ΑΕΠ, ούτε το δημοσιονομικό έλλειμμα που αναμένεται να μειωθεί στο 4.5% του ΑΕΠ ή λιγότερο το 2011 βρίσκονται σε τέτοια επίπεδα που θα ανησυχούσαν τους οίκους αξιολόγησης, εάν δεν υπήρχε η τεράστια ενδεχόμενη υποχρέωση που απορρέει από το τραπεζικό σύστημα. Πρόσφατη ανακοίνωση του οίκου Moody’s δείχνει το μέγεθος του προβλήματος: Τα κεφάλαια που ενδεχομένως να χρειαστεί το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου αν επαληθευθούν οι υποθέσεις των δοκιμών αντοχής (stress tests) του οίκου ανέρχονται στο 17% του ΑΕΠ της Κύπρου.
Η Κύπρος απόλαυσε τα οφέλη ενός αναπτυσσόμενου τραπεζικού συστήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σήμερα έχει ήδη αρχίσει να πληρώνει το τίμημα. Οι προσπάθειες του κ. Ορφανίδη να μετατοπίσει την ευθύνη από την Κεντρική Τράπεζα για κάποια, αν όχι και τα κυριότερα, προβλήματα της Κυπριακής οικονομίας - για τα οποία ο ίδιος έχει ίσως μικρότερη ευθύνη από τους προκάτοχους του - είναι κατανοητές. Δυστυχώς όμως όταν τα επιχειρήματα που παρατίθενται δεν πείθουν, το μόνο που πετυχαίνουν είναι να δημιουργούν περισσότερες αμφιβολίες για την επάρκεια της Κεντρικής Τράπεζας.
Στις σημερινές δύσκολες συνθήκες εκείνο που χρειάζεται είναι να υπάρξει αρμονική συνεργασία ανάμεσα στο υπουργείο Οικονομικών και στην Κεντρική Τράπεζα. Ούτως ώστε να πεισθούν οι επενδυτές – μικροί και μεγάλοι, ξένοι και ντόπιοι – αλλά και οι αναλυτές ότι οι αρχές είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ακόμη και το χειρότερο σενάριο, αν αυτό χρειαστεί.
Πανίκος Δημητριάδης
Καθηγητής Οικονομικών
Πανεπιστήμιο του Leicester