Όριο Αφυπηρέτησης, Έξοδα Συντάξεων και Ανεργία
Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης έχει αρχίσει η διαδικασία αύξησης του ορίου αφυπηρέτησης σαν ένας τρόπος λύσης των συνταξιοδοτικών ελλειμμάτων και αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού που στα 60 ή 65 μπορεί πιθανώς να μπορεί να προσφέρει πολλά στην οικονομία της χώρας. Πρέπει πρώτα να πούμε ότι χώρες όπως οι Γερμανία, Αγγλία και Ισπανία έχουν πρόσφατα πάρει τέτοιας μορφής μέτρα. Πρέπει επίσης να πούμε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος που το όριο συνταξιοδότησης πρέπει να μένει σταθερό στα 65 σαν «κεκτημένο». Οι περισσότεροι εργαζόμενοι αρχίζουν να δουλεύουν αργότερα και ζουν περισσότερο από τους γονείς τους. Είναι άρα χρήσιμο και ίσως αναγκαίο να αφυπηρετούν αργότερα και από την άποψη χρηματοδότησης των συντάξεων αλλά επίσης και σαν τρόπος να έχουν αρκετό χρόνο να αποσβέσουν την επένδυση που έχουν αναλάβει μέσω των σπουδών τους.
Στην Κύπρο υπάρχουν δύο κύρια επιχειρήματα για τη διατήρηση του ορίου αφυπηρέτησης, που συχνά αναφέρονται από το ΑΚΕΛ, την τωρινή κυβέρνηση και την ΠΟΦΕΝ (φοιτητικές οργανώσεις). Το πρώτο είναι ότι μία αύξηση στο όριο αφυπηρέτησης θα αυξήσει τα έξοδα διότι θα πληρώνει το κράτος το παχουλό μισθό του μη αφυπηρετήσαντα υπαλλήλου για ακόμη λίγα χρόνια, αντί το χαμηλότερο μισθό του καινούριου ατόμου που θα προσληφθεί. Το δεύτερο επιχείρημα (ιδιαίτερα των φοιτητικών οργανώσεων) ενάντια στη λογική αύξησης του ορίου αφυπηρέτησης είναι η «συνεπακόλουθη αύξηση στην ανεργία».
Η πρώτη ανησυχία είναι εντελώς λανθασμένη διότι υποθέτει ότι αυτός που θα αναπληρώσει αυτόν που θα αφυπηρετήσει θα παίρνει χαμηλότερο μισθό. Αλλά αυτό δεν θα γίνει διότι είναι οι θέσεις που πληρώνονται. Και οι θέσεις εργασίας μένουν οι ίδιες και πληρώνονται το ίδιο. Δεν θα προσληφθεί ο 25άρης για τη θέση του 65άρη, αλλά τη θέση του 65άρη θα πάρει ο από κάτω του, με τον ίδιο μισθό. Η δεύτερη ανησυχία είναι λανθασμένη μακροπρόθεσμα λόγω της σημαντικής αύξησης των φόρων για να πληρωθούν οι συντάξεις που αναπόφευκτα θα αυξήσει (με τον καιρό) την ανεργία. Θα αναλύσω με το πιο κάτω απλουστευμένο, αλλά νομίζω χρήσιμο, παράδειγμα τη λογική των δύο πιο πάνω επιχειρημάτων μου.
Υποθέστε ότι έχουμε τρία άτομα στην οικονομία σε κάποια στιγμή: Ένα άνεργο, ένα στα σαράντα εργαζόμενο και ένα στα 65 εργαζόμενο. Ας χρησιμοποιήσουμε τις γενικές κλίμακες της κυβέρνησης, για να υπολογίσουμε ότι ο άνεργος παίρνει €500 ανεργιακό επίδομα το μήνα, ο σαραντάρης €2000 και ο 65άρης €4000. Κοστίζουν δηλαδή €6500 στην οικονομία.
Αν το όριο αφυπηρέτησης αυξηθεί στα 67, τίποτα δεν αλλάζει και το κόστος παραμένει €6500, με την ίδια παραγωγή και τον άνεργο να συνεχίζει να προσπαθεί να βρει δουλειά. Αν δεν αυξηθεί το όριο αφυπηρέτησης, ο 65άρης παίρνει το εφάπαξ του και περίπου το 50% του τελικού μισθού, δηλαδή κοστίζει €2000 στο κράτος λόγω της σύνταξης του. Ο σαρανταπεντάρης θα πρέπει σιγά σιγά να προαχθεί και να παίρνει τα €4000 του αφυπηρετήσαντα υπαλλήλου. Και ο άνεργος θα προσληφθεί στη θέση του σαραντάρη προς κόστος €2000. Για πάνω κάτω την ίδια παραγωγή θα έχουμε αντικαταστήσει τον άνεργο που γύρευε δουλειά με το συνταξιούχο που παίρνει 4 φορές το μισθό του ανέργου. Για την ίδια παραγωγή πληρώνουμε τώρα €8000 αντί €6500 και η διαφορά θα πρέπει να έρθει από κάπου (χρέος, δηλαδή αύξηση φόρων στις μελλοντικές γενεές ή αύξηση φόρων τώρα).
Αυτό το παράδειγμα δουλεύει και αν έχουμε πολλά άτομα στην οικονομία. Επειδή ο αφυπηρετήσαντας υπάλληλος μάλλον θα έχει μεγαλύτερη σύνταξη από το ανεργιακό επίδομα του νεαρού ανέργου, τα έξοδα του κράτους θα αυξηθούν με τη διατήρηση του ορίου αφυπηρέτησης και όχι με την αύξηση του, όπως λανθασμένα προσπαθεί να πεισθεί η κοινή γνώμη.
Βραχυπρόθεσμα, στο παράδειγμα που έχω δώσει, η ανεργία όντως παραμένει ψηλότερη με την αύξηση του ορίου αφυπηρέτησης. Με τη μη αύξηση του ορίου, όμως, οι ψηλότεροι φόροι που θα χρειαστούν για να πληρώσουν τις συντάξεις θα κάνουν πολύ πιο δύσκολη την ανάπτυξη και άρα θα αυξήσουν και την ανεργία που είναι μια δυναμική μεταβλητή. Και η αναγκαστική αύξηση της φορολογίας δεν θα είναι μικρή αλλά σημαντικά ψηλή.
Ακολουθεί ακόμη ένα παράδειγμα με αριθμούς που βασίζονται (χονδρικά) σε πραγματικά δεδομένα. Φανταστείτε ότι μπαίνουν οι νέοι στην αγορά εργασίας τώρα λόγω σπουδών στα 25 αντί στα 20 τους, όπως το 1960. Αρχικά, δούλευαν μέχρι τα 65, άρα περίπου 45 χρόνια και ζούσαν για ακόμη 5 μέχρι τα 70. Δηλαδή δούλευαν 9 φορές περισσότερο (45/5) παρά όσο έπαιρναν σύνταξη. Τώρα, δουλεύουν 40 χρόνια διότι μπαίνουν αργότερα στην αγορά εργασίας αλλά περιμένουν να ζήσουν μέχρι τα 75 τους τουλάχιστον. Δηλαδή, 40/10=4 φορές περισσότερο παρά όσο έπαιρναν σύνταξη. Άρα οι φόροι πρέπει τουλάχιστον να διπλασιαστούν για τη διατηρησιμότητα των συντάξεων. Και αυτό συμβαίνει σε ένα παράδειγμα με πολύ συντηρητικές υποθέσεις, διότι αγνόησα την υπογεννητικότητα και τη μεγαλύτερη αύξηση στην αναμενόμενη διάρκεια της ζωής. Πιστεύω ότι διπλασιάζοντας τους φόρους για να πληρωθούν οι συντάξεις θα σημάνει μεγάλη αύξηση στην ανεργία μακροπρόθεσμα. Η ανεργία δηλαδή θα προέλθει με μεγαλύτερη πιθανότητα από τη διατήρηση του ορίου αφυπηρέτησης παρά από την αύξηση του!
Εν κατακλείδι, δεν πρέπει ούτε οι συντεχνίες, ούτε οι εργοδότες και ιδιαίτερα ούτε οι φοιτητικές οργανώσεις να είναι προσκολλημένοι σε ένα μαγικό αριθμό συνταξιοδότησης. Καθώς αυξάνεται το προσδόκιμο της ζωής νομίζω είναι φυσιολογικό να αναμένουμε μια αύξηση στο όριο αφυπηρέτησης. Φανταστείτε για παράδειγμα τι θα γίνει αν βρεθεί ένα χάπι που μας επιτρέπει να ζούμε 200 χρόνια. Θα αναμένουμε από τα παιδιά μας να δουλεύουν νύχτα μέρα για να μας ταϊζουν από τα 60 μέχρι τα 200;!
Ο Αλέξανδρος Μιχαηλίδης είναι καθηγητής χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.