Οικονομική κρίση και η κρίση των οικονομικών
Πριν μερικές μέρες είχα την τύχη να παρευρεθώ στις ΗΠΑ ως προσκεκλημένος ομιλητής σε ακαδημαϊκό συνέδριο νομικής και οικονομικών με θέμα την παγκόσμια οικονομική κρίση, το οποίο οργάνωσε η σχολή Νομικής του φημισμένου πανεπιστημίου Vanderbilt.
Το συνέδριο διέφερε σε χαρακτήρα από αυτά που συνηθίζονται στα οικονομικά, όπου ο κάθε ερευνητής παρουσιάζει τα αποτελέσματα της δικής του έρευνας (και όπου τα μαθηματικά και η οικονομετρία δεν αποφεύγονται με τίποτα). Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι οργανωτές ανάθεσαν σε 2-3 ακαδημαϊκούς να κάνουν μια σύντομη εισαγωγή για μια συγκεκριμένη πτυχή του θέματος, για να ακολουθήσει συζήτηση.
Στην πρώτη ημερίδα το θέμα ήταν «γιατί δεν προβλέψαμε την κρίση», και ομιλητές ήταν ο γνωστός καθηγητής μακροοικονομικής του Σικάγο V.V. Chari και ο γραφών.
Ο κ. Chari ξεκίνησε την ομιλία του λέγοντας ότι η ερώτηση που υπέβαλαν οι οργανωτές του συνεδρίου ήταν άστοχη. Η πιο καλή ερώτηση, είπε, ήταν γιατί οι αγορές δεν πρόβλεψαν την κρίση. Και η απάντηση (χωρίς τις λεπτομέρειες); Ότι οι αγορές λίγο-πολύ πρόβλεψαν τι θα γινόταν επειδή είχαν ορθολογικές προσδοκίες (rational expectations). Οι τράπεζες είχαν κάθε κίνητρο να μεγιστοποιήσουν τους κινδύνους που ανελάμβαναν γιατί ανέμεναν να διασωθούν από το φορολογούμενο σε περίπτωση αποτυχίας. Δηλαδή – με άλλα λόγια – την κρίση την προκάλεσε ο κρατικός παρεμβατισμός, συγκεκριμένα η σιωπηρή πολιτική Too Big To Fail (TBTF).
Κανείς φυσικά δεν διαφωνεί με τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η πολιτική TBTF, η οποία όμως κρίνεται ως απαραίτητη για να αποφεύγονται τα πολύ χειρότερα (δηλαδή οι συστημικές επιπτώσεις από κατάρρευση μιας μεγάλης τράπεζας). Οι παρενέργειες της πολιτικής αυτής – δηλαδή τα κίνητρα που δημιουργούνται για πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις - είναι γνωστές. Είναι και ο κυριότερος λόγος ο οποίος επιβάλλει όχι μόνο την αυστηρή ρύθμιση αλλά και την επιτήρηση των τραπεζών. Είναι επίσης ο λόγος γιατί ένας καλός ρυθμιστής δεν επαναπαύεται με την κεφαλαιακή επάρκεια, και αν ακόμη αυτή ικανοποιεί τις πρόνοιες της Βασιλείας ΙΙΙ.
Ο κ. Chari απέφυγε να ασχοληθεί με το θέμα της ρύθμισης και επιτήρησης των τραπεζών. Και ούτε ασχολήθηκε με το γεγονός ότι πολλοί επενδυτές δεν διασώθηκαν. Και ούτε μπόρεσε να εξηγήσει με την προσέγγιση των ορθολογικών προσδοκιών την κατάρρευση της Lehman (εκεί κατέφυγε σε προσωπικές αντιζηλίες, οι οποίες δεν καλύπτονται από κανένα οικονομικό μοντέλο). Επέμεινε όμως στη χρησιμότητα των μοντέλων DSGE, γιατί όπως ανέπτυξε, οι μακροοικονομικές επιπτώσεις από τις χρηματοοικονομικές «τριβές» (financial frictions) είναι πολύ μικρές, άρα μπορεί να αγνοηθούν. Στήριξε την άποψη αυτή σε εκτιμήσεις ότι και αν ακόμη οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να δανεισθούν καθόλου, οι επενδύσεις θα μειωθούν μόνο κατά 10%.
Δυστυχώς κανένας δεν ρώτησε αν αυτός ο αριθμός προέρχεται από οικονομετρική εκτίμηση ή από τη μέθοδο του calibration – η οποία είναι και η συνήθης μέθοδος που χρησιμοποιούν οι χρήστες αυτών των μοντέλων. Η μέθοδος αυτή περιλαμβάνει ένα μείγμα παραμέτρων οι οποίες προέρχονται από οικονομετρικές εκτιμήσεις - οι οποίες χρησιμοποιούν στατιστικά στοιχεία - και κάποιων που επιβάλλονται από τον ερευνητή για να συνάδουν οι λύσεις όχι τόσο με την πραγματικότητα αλλά με την προηγούμενη βιβλιογραφία...
Αυτή η διαδικασία έχει δημιουργήσει αρκετές πλαστές πραγματικότητες για αυτούς που ασχολούνται με τα μοντέλα αυτά, στις οποίες ζουν εκ του ασφαλούς. Η συνήθης αντιμετώπιση της πραγματικής πραγματικότητας από τους χρήστες αυτών των μοντέλων, όταν αυτή δεν συνάδει με τις προβλέψεις τους, είναι ότι η πραγματική πραγματικότητα είναι λάθος.
Κάτι ανάλογο δηλαδή με την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει σε ποιά πραγματικότητα ζούσε. Ο καθηγητής του Cambridge Hashem Pesaran κάνει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανάλυση (χωρίς μαθηματικά) του θέματος αυτού με τίτλο «πώς θα ξεφύγουμε από το ζουρλομανδύα των DSGE» στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Manchester School (το οποίο συστήνω ανεπιφύλακτα γιατί περιλαμβάνει και άλλα σημαντικά άρθρα για το μέλλον των μακροοικονομικών, που προέρχονται από το συνέδριο MMF 2010 που έγινε στο ΤΕΠΑΚ τον περασμένο Σεπτέμβρη).
Παρενθετικά, σε αυτό το οικονομικό θαύμα πρωτοστάτησε πριν αρκετά χρόνια ο Νομπελίστας Robert Lucas σε ένα μεγάλο συνέδριο οικονομετρίας στην Τουλούζη. Όταν μετά από την προεδρική του εκφώνηση ο καθηγητής David Hendry της Οξφόρδης του ανέφερε ότι τα μισά στοιχεία που παρουσίασε δεν συνάδουν με την ιστορία του, ο Lucas πήρε ένα χαρτί και έκρυψε όλα τα στοιχεία που δεν «συνεργάζονταν». Μετά ρώτησε τον Hendry “is it better now?”. Το ακροατήριο – στο οποίο βρισκόμουν – έμεινε έκθαμβο.
Πίσω στο μέλλον, δηλαδή το 2011 και στη δική μου εισαγωγή, υπενθύμισα τη γνωστή κριτική των μοντέλων DSGE του Willem Buiter αλλά και την απόρριψη τους από ένα ευρύ φάσμα οικονομολόγων.
Επικεντρώθηκα κυρίως στο ρόλο που διαδραμάτισε το ΔΝΤ, το οποίο, όπως έχω εξηγήσει σε προηγούμενο μου άρθρο, ενώ φαίνεται να γνώριζε τους κινδύνους επισήμως προτίμησε να τους αγνοήσει παρά να σταθεί αντιμέτωπο με το ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ. Επίσης τόνισα το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες της δύσης είχαν προειδοποιηθεί για όλους τους κινδύνους που προέκυπταν από την ομολογοποίηση των στεγαστικών δανείων από την Τράπεζα Διεθνών Συναλλαγών από το 2003, αλλά προτίμησαν και αυτές να κρύψουν το κεφάλι τους στην άμμο. Υπενθύμισα επίσης το ρόλο που έπαιξαν οι παράγοντες της πολιτικής οικονομίας, οι στενές σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Wall Street οι οποίες οδήγησαν στη χαλαρή ρύθμιση, όπως και τον καταλυτικό ρόλο του Greenspan. Ανάφερα επίσης την ίδια την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία που αφορά το θέμα της συμβολής του χρηματοοικονομικού συστήματος στην ανάπτυξη και την έμφαση που έδινε η Ουάσιγκτον σε θέματα φιλελευθεροποίησης. Δεν απέφυγα όμως να θυμίσω ότι ο γραφών προειδοποιούσε για τους κινδύνους που απορρέουν από τις φιλελευθεροποιήσεις σε συνθήκες χαλαρής ρύθμισης από τουλάχιστον το 1996 και ότι από το 2001 είχε δείξει ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ δεν είχε συμβάλει καθόλου στην ανάπτυξη της χώρας.
Οι ατέλειες της Βασιλείας ΙΙΙ ήταν ένα από τα θέματα τα οποία ανέπτυξαν οι νομικοί. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι η μεταχείριση των κρατικών ομολόγων που εκδίδονται από χώρες της ευρωζώνης, θέμα το οποίο κάλυψε σε άλλη ημερίδα η νομικός του Αμερικανικού Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον Anna Gelpen. Εξήγησε ότι σύμφωνα με τη Βασιλεία ΙΙ και ΙΙΙ (και λόγω επίσης συμφωνίας μεταξύ των κρατών της ευρωζώνης), τα ομόλογα του Ελληνικού κράτους (όπως και όλων των άλλων χωρών της ευρωζώνης), συνεχίζουν να θεωρούνται ως να έχουν τον ίδιο κίνδυνο με τα ομόλογα του Γερμανικού, όσον αφορά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής επάρκειας. Δηλαδή, όταν μια τράπεζα πουλήσει 1 δισ. γερμανικά ομόλογα και «επενδύσει» τα χρήματα σε ελληνικά ομόλογα, δεν χρειάζεται να αυξήσει την κεφαλαιακή της επάρκεια ούτε και κατά ένα σεντ, αφού και στις δύο περιπτώσεις τα κεφάλαια που απαιτούνται είναι μηδενικά. Αυτή είναι μια ρύθμιση η οποία έχει παραμείνει από τη Βασιλεία Ι η οποία μέσα στις σημερινές συνθήκες δημιουργεί τεράστια κίνητρα για ‘regulatory arbitrage’. Εξηγεί, πιστεύω, και την απόκτηση ελληνικών ομολόγων από τις κυπριακές τράπεζες μετά την απαρχή της ελληνικής κρίσης και τονίζει την αδυναμία της κεφαλαιακής επάρκειας για να διασφαλίσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, όπως επίσης και τη σημασία της επιτήρησης.
Μάλιστα ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Lawrence White – ο οποίος στα γραπτά του είναι ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς – υποστήριξε στη δική του παρουσίαση, αντλώντας και από τις εμπειρίες του ως μέλος ΔΣ ρυθμιστικού οργάνου, ότι όταν δεν υπάρχει πλήρης διαφάνεια, ο ρυθμιστής έχει την υποχρέωση να απαγορεύσει επενδύσεις για τις οποίες ο κίνδυνος είναι αδύνατο και δύσκολο να εκτιμηθεί, και σίγουρα όπου η Βασιλεία ΙΙ ή ΙΙΙ παρουσιάζει αδυναμία.
O κολοσσός της βιβλιογραφίας Douglas Diamond (γνωστός για το πιο κλασσικό μοντέλο των τραπεζικών, το οποίο εξηγεί την αλληλεπίδραση μεταξύ ρευστότητας και φερεγγυότητας) εξήγησε με απλά λόγια τη σημασία της έλλειψης ρευστότητας για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και την αποφυγή κρίσεων. Ο καθηγητής του Wharton School Franklin Allen ασχολήθηκε με τη σχέση μεταξύ χρηματοοικονομικής και μακροοικονομικών, και εξήγησε και αυτός με πολύ απλά λόγια γιατί είναι απαραίτητο οι μακροοικονομολόγοι να λαμβάνουν υπόψη τις χρηματοοικονομικές συνθήκες, όπως και την ανάγκη για τα χρηματοοικονομικά να λαμβάνουν υπόψη τους τους μακροοικονομικούς παράγοντες. Ο καθηγητής του Vanderbilt Peter Rousseau παρουσίασε αποτελέσματα που έδειξαν ότι κατά την περίοδο 1990-2004 ο χρηματοοικονομικός τομέας, διεθνώς, σταμάτησε να προωθεί την ανάπτυξη, λόγω κυρίως των πολλών κρίσεων.
Τα πορίσματα του συνεδρίου ήταν αρκετά ενθαρρυντικά για το μέλλον των οικονομικών. Πρώτον, πολλοί κορυφαίοι οικονομολόγοι, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να ωθήσουν καινοτομίες και νέους τρόπους σκέψης, αντιλαμβάνονται ότι το status quo δεν είναι πλέον επιλογή. Ακόμη και πριν ένα χρόνο αυτό δεν ήταν δεδομένο. Δεύτερον τα μακροοικονομικά θα υποχρεωθούν – για να μην περιθωριοποιηθούν - να λαμβάνουν πολύ πιο σοβαρά υπόψη το ρόλο του χρηματοοικονομικού συστήματος στα μοντέλα τους. Τρίτον, τα χρηματοοικονομικά θα αρχίσουν να λαμβάνουν πολύ πιο σοβαρά υπόψη τις πολλαπλές επιπτώσεις από τους μακροοικονομικούς κινδύνους, όπως και το ρόλο της πολιτικής οικονομίας.
Προσβλέπω ότι τα μακροοικονομικά του μέλλοντος θα οδηγήσουν και σε θεσμικές αλλαγές οι οποίες θα αναβαθμίσουν τη σημασία της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι αλλαγές αυτές φυσικά θα πάρουν χρόνο (ελπίζω όχι τόσο όσο χρειάστηκαν για να εκλείψουν οι δεινόσαυροι). Εν τω μεταξύ η οικονομική πολιτική – ιδιαίτερα η νομισματική η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μοντέλα DSGE – θα πρέπει να ελίσσεται με γνώμονα περισσότερο την κοινή λογική, την οικονομική ιστορία (ιδιαίτερα της περιόδου 1929-1933) και την εμπειρία, και να σταματήσει να βασίζεται σε μοντέλα πλαστής πραγματικότητας. Η συμπεριφορά της Fed και της Τράπεζας της Αγγλίας τα τελευταία δύο χρόνια συνάδει με τα νέα αυτά δεδομένα (πιστεύω μάλιστα ότι η Τράπεζα της Αγγλίας έχει εγκαταλείψει πλήρως τα DSGE εδώ και αρκετό καιρό). Οι τελευταίες εξελίξεις στην ΕΚΤ εισηγούνται ότι το μήνυμα αυτό έχει περάσει και στην ευρωζώνη, όπου η ΕΚΤ φαίνεται πλέον να καθοδηγείται από το ένστικτο της επιβίωσής της.
Η έξοδος της παγκόσμιας οικονομίας από την οικονομική κρίση συνδέεται άρρηκτα με την έξοδο των οικονομικών από τη δική τους κρίση. Ο δρόμος μπορεί να είναι μακρύς αλλά η πορεία έχει ήδη αρχίσει.
Πανίκος Δημητριάδης
Καθηγητής Οικονομικών
Πανεπιστήμιο του Leicester