Μ. Περσιάνης: Υψηλές οι δαπάνες για πράσινη μετάβαση
Οι δαπάνες, για την πράσινη και τη ψηφιακή μετάβαση, θα είναι πολύ υψηλές, επισημαίνει ο πρόεδρος του δημοσιονομικού συμβουλίου Μιχάλης Περσιάνης.
Σε συνέντευξή τoυ στη StockWatch, αναφέρει ότι «το μαξιλαράκι που αισθάνονται πολλοί πως έχουμε, είναι ήδη «δεσμευμένο» για ανάγκες του 2023».
«Γι’ αυτό και μας προκαλεί ανησυχία και λύπη το γεγονός ότι διαφάνηκε πολιτική συναίνεση σε αποφάσεις όπως την μείωση των φόρων στους ρύπους. Δεν υπήρξαν φωνές εναντίων τέτοιων κινήσεων, ακόμα και από πολιτικούς που διατηρούν μια περσόνα πιο «πράσινη»: Τέτοιες αποφάσεις είναι μυωπικές διότι θα καταστήσουν ακόμα πιο επώδυνες τις αποφάσεις που θα κληθούμε να πάρουμε σαν κοινωνία εντός των επόμενων 12 μηνών», τονίζει.
Στη συνέντευξή του εκφράζει επίσης τη θέση ότι θα μπορούσε να τεθεί ένα όριο στην παραχώρηση της ΑΤΑ.
Όσον αφορά τη θέσπιση κατώτατου μισθού, ο κ. Περσιάνης αναφέρει ότι είναι ένα μέτρο το οποίο θα πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά.
Για την κατάσταση της οικονομίας, σημειώνει ότι οι αριθμοί αυτή την στιγμή δείχνουν αντοχές και τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά επισημαίνοντας ωστόσο ότι, οι κίνδυνοι παραμένουν, λόγω κυρίως εξωγενών κινδύνων και αναμένεται πως οι πιέσεις στην οικονομία θα ενταθούν μέσα στο Φθινόπωρο, έστω κι αν καταγραφεί κάποια σταθεροποίηση στις τιμές.
Της Γεωργίας Χαννή
Η συνέντευξη
Ερ.: Σύμφωνα με την ΕΕ, η οικονομία εξέπληξε θετικά το 2022 αναθεωρώντας προς τα πάνω για την ανάπτυξη του έτους. Πώς βλέπετε την πορεία της οικονομίας;
Απ.: Είναι πάντα δύσκολο να λέει κανείς πως «τα πάμε καλά» όταν οι τιμές καθιστούν οδυνηρή εμπειρία ακόμα και μια επίσκεψη στην υπεραγορά. Η αλήθεια, όμως, είναι πως χρονικά πρέπει πρώτα να δούμε να «ευημερούν οι αριθμοί» για να μπορούν στη συνέχεια να «ευημερούν οι άνθρωποι». Αυτή είναι μια οικονομική νομοτέλεια, όσο δυσάρεστη κι αν είναι. Οι αριθμοί αυτή την στιγμή δείχνουν αντοχές και τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά. Η κυπριακή οικονομία, λόγω του μεγέθους της και λόγω των διαρθρωτικών της χαρακτηριστικών είναι πάντα ευέλικτη και προσαρμόσιμη – έχουμε δει και βιώσει πολλά τέτοια παραδείγματα, περιλαμβανομένης και της Πανδημίας. Ωστόσο, οι κίνδυνοι παραμένουν, λόγω κυρίως εξωγενών κινδύνων και αναμένουμε πως οι πιέσεις στην οικονομία θα ενταθούν μέσα στο Φθινόπωρο, έστω κι αν καταγραφεί κάποια σταθεροποίηση στις τιμές.
Γι’ αυτό, η πορεία ανάπτυξης θα πρέπει να αποτελέσει το κύριο μας μέλημα. Θα στηρίξει, πάνω από όλα την απασχόληση και τα επίπεδα πραγματικών μισθών. Θα αποτελέσει επίσης και μια σοβαρή ασπίδα για τα δημόσια οικονομικά στα επόμενα χρόνια, καθώς τελειώνει η εποχή του εύκολου δανεισμού. Η δική μας άποψη είναι πως αν καταναλώσουμε τα δημοσιονομικά πυρομαχικά σε μια επικοινωνιακή μάχη κατά του πληθωρισμού (που ξέρουμε πως θα χάσουμε) αυτό θα γίνει σε βάρος της «δύναμης πυρός» που έχουμε για να στηρίξουμε την ανάπτυξη.
Ερ.: Έχετε εκφράσει κατά διαστήματα την άποψη ότι τα οριζόντια μέτρα είναι αναποτελεσματικά. Τί θα πρέπει να κάνει η κυβέρνηση εν μέσω και των υποδείξεων του Eurogroup για εστίαση στους πιο ευάλωτους;
Απ.: Η δύσκολη αλήθεια είναι πως στο οπλοστάσιο της Δημοκρατίας δεν υπάρχουν τα μέσα για αντιμετώπιση του πληθωρισμού στην παρούσα περίπτωση. Η δημοσιονομική πολιτική στα χέρια του Υπουργείου Οικονομικών και της Βουλής, δεν είναι σε θέση να λάβει μέτρα που να αλλάζουν ριζικά την εικόνα των τιμών. Γι’ αυτό και η δική μας τοποθέτηση ήταν πάντα πως πρέπει να εστιάσουμε στη λήψη μέτρων που να έχουν αποτέλεσμα επί του εδάφους. Υπάρχουν τρεις ατζέντες, όμως, τις οποίες μπορούμε -και θεωρώ πως πρέπει- να επηρεάσουμε: Πρώτο, να αξιοποιήσουμε πολιτικά τις σημερινές περιστάσεις για να γίνουν μεταρρυθμίσεις και να αντιμετωπιστούν οι στρεβλώσεις, έστω κι αν το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας θα φανεί μεσοπρόθεσμα και όχι αμέσως. Αυτή θα είναι μια άυλη αλλά σημαντική επένδυση για τα επόμενα χρόνια. Δεύτερο, να στηρίξουμε τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις, έστω κι αν αυτή η πολιτική είναι ελαφρώς πληθωριστική. Αυτή η προσέγγιση αποτελεί ευθύνη της κοινωνίας απέναντι στα μέλη της και είναι μεν μια δημοσιονομική δαπάνη, αλλά συνεπάγεται ταυτόχρονα και σημαντικά οφέλη, όχι μόνο κοινωνικά αλλά και οικονομικά. Τρίτο, να στηρίξουμε την ανάπτυξη και την απασχόληση μέσα από κινήσεις που να προωθούν επενδύσεις πράσινης μετάβασης και διεύρυνσης, τόσο των πηγών προστιθέμενης αξίας, όσο και της φορολογικής βάσης.
Οι κινήσεις που ανακουφίζουν τον πλουσιότερο κύπριο όσο ανακουφίζουν και τον φτωχότερο προωθούν αθέμιτες συμπεριφορές όπως την μη εξοικονόμηση ρύπων, την ώρα μάλιστα που εντείνουν και την συγκριτική φτώχεια και την ανισότητα. Γι’ αυτό και προκαλεί εντύπωση και ανησυχία η ευκολία με την οποία τέτοιες κινήσεις βρήκαν καθολική στήριξη.
Ερ.: Θεωρείτε ότι δεν θα πρέπει να συνεχιστεί η επιδότηση του ρεύματος και των καυσίμων για όλους;
Απ.: Πρέπει να έχουμε σωστά διαμορφωμένες προσδοκίες για την κάθε μας απόφαση. Η απόφαση αυτή δεν θα αλλάξει την ευρύτερη εικόνα στις τιμές. Από την άλλη, η μείωση του διπλού φόρου, του «φόρου πάνω στον φόρο», αποτελεί μια αφαίρεση στρέβλωσης. Και, γενικότερα, σήμερα οι συγκυρίες αποτελούν μια καλή ευκαιρία για να απευθύνουμε την προσοχή μας σε πολλές από τις στρεβλώσεις που έχουμε στην οικονομία μας. Είναι κατά κάποιον τρόπο μια «επενδυτική ευκαιρία» για τη κοινωνία, η οποία δεν πρέπει να χαθεί.
Γενικότερα η μείωση στους φόρους των καυσίμων και του ρεύματος είναι μια κίνηση που προτιμούν οι πολιτικοί σε πολλές χώρες, με σκοπό να επιδείξουν πως «κάνουν κάτι» για τον πληθωρισμό. Ωστόσο, δεν πρέπει να αναμένουμε δραματικές αλλαγές στα επίπεδα τιμών από αυτές τις κινήσεις, και η διαβεβαίωση πως έτσι θα μειωθούν οι τιμές, αποτελεί πλάνη. Οι τιμές σήμερα οφείλονται σε μια σειρά από δεδομένα τα οποία σχετίζονται με την αλυσίδα παραγωγής και τροφοδοσίας. Η γενικευμένη μείωση φόρων δεν αποτελεί λύση, ούτε δικαιολογείται από τη συγκριτική εικόνα της Κύπρου σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Στο τέλος της ημέρας, τα επίπεδα ανακούφισης είναι μικρότερα από το κόστος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και υπάρχουν πολύ πιο αποτελεσματικοί τρόποι να τους στηρίξουμε. Τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται κυρίως διότι δίνουν ένα -έστω και επίπλαστο- άλλοθι στους πολιτικούς που θέλουν να επιδείξουν πως «κάνουν κάτι». Το βλέπουμε σε πολλές οικονομίες, όπως βλέπουμε και τα αποτελέσματα.
Επιπλέον, δεν είναι λογικό σε μια ενεργειακή κρίση και μάλιστα εν μέσω κλιματικής κρίσης, να κάνουμε κινήσεις που ενθαρρύνουν την κατανάλωση ενέργειας και ρύπων και να αποθαρρύνουν τις επενδύσεις προς την μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Η πράσινη πολιτική δεν πρέπει να εξαντλείται στα καλαμάκια και θα ήταν ευεργετικό για τον τόπο αν η ένταση με την οποία συζητάμε, για παράδειγμα, το Σχέδιο Ακάμα, μεταφερόταν και στο θέμα των ρύπων και του περιβαλλοντικού μας αποτυπώματος. Πλέον, το θέμα του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και της Πράσινης Μετάβασης δεν είναι μόνο «περιβαλλοντικό», αλλά και θέμα επιβίωσης μας σαν οικονομία και επομένως σαν κοινωνία.
Αν συνεχίσουμε να δείχνουμε αδιαφορία για την Πράσινη Μετάβαση, θα το πληρώσουμε, και μάλιστα τριπλά: Πρώτον, με την μείωση των κρατικών εσόδων εν όψει και του δύσκολου 2023, δεύτερο με τα μέτρα και δαπάνες που θα ανακοινωθούν αναπόφευκτα μέσα στο 2023 που θα αποσκοπούν αντιστροφή των συμπεριφορών που προωθούμε με την ενθάρρυνση των ρυπογόνων συμπεριφορών, και τρίτο με την επιδείνωση των επιδόσεων της Κύπρου όσον αφορά στο περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα. Κι όλο αυτό, με μοναδικό σκοπό να λάβει ο πλουσιότερος κάτοικος Κύπρου την ίδια ανακούφιση με τον φτωχότερο. Η μόνη αξία τέτοιων βεβιασμένων αποφάσεων, είναι επικοινωνιακή για όσους ισχυρίζονται πως έχουν τη μητρότητα της απόφασης.
Είναι σημαντικό να επαναλάβουμε πως, δυστυχώς, ενώ όλοι συμφωνούν για τα εύκολα, όπως τα καλαμάκια, στο θέμα των ρύπων δεν υπάρχει ένταση ή επιμονή. Θα υπάρξει, μάλλον, όταν θα προκληθεί πόνος στην οικονομία, και τότε τα πράγματα θα είναι πολύ πιο δύσκολα.
Ερ.: Για την ΑΤΑ; Έχετε εκφράσει κάποιους προβληματισμούς…
Απ.: Στην οικονομία τίποτε δεν είναι δωρεάν και όλες οι αποφάσεις συνεπάγονται ένα κόστος. Ακόμα και στην στήριξη των ευάλωτων ομάδων, την οποία όπως αναφέρετε έχουμε υποστηρίξει έντονα, υπάρχει και ο αρνητικός αντίκτυπος, τον οποίο πρέπει πάντα να προσμετράμε όταν λαμβάνουμε αποφάσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, υποβιβάζουμε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο επίπεδο οπαδικής ανταλλαγής συνθημάτων, σε βάρος της ουσιαστικής συζήτησης.
Όσον αφορά στην ΑΤΑ, πρέπει να γίνουν οι δύο πιο βασικές παραδοχές. Ότι, δηλαδή, είναι δαπανηρή και πληθωριστική αφενός, και αφετέρου ότι στηρίζει τα πραγματικά εισοδήματα και τη συνολική ζήτηση στην οικονομία. Έτσι, υπάρχουν περιπτώσεις και περιστάσεις όπου στη «ζυγαριά» υπερτερούν τα θετικά, και περιστάσεις όπου υπερτερούν τα αρνητικά. Σήμερα, έχουμε καλή ανάπτυξη και υψηλό πληθωρισμό, γι’ αυτό θα πρέπει να σκεφτούμε όλες τις πτυχές πριν λάβουμε τις αποφάσεις μας.
Όμως, σε κάθε περίπτωση, οι μεμονωμένες αποφάσεις και ο διάλογος σε οπαδική βάση, δεν εξυπηρετούν το καλό της κοινωνίας, αφού απαιτούνται ευρύτερες λύσεις. Για παράδειγμα, μπορεί να δοθεί η ΑΤΑ, με ταυτόχρονες αποφάσεις που να περιορίζουν τις αυξήσεις στο κρατικό μισθολόγιο το οποίο αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για τον τόπο. Θα μπορούσε επίσης η ΑΤΑ να συνοδευτεί με μείωση του κανονιστικού φόρτου των επιχειρήσεων και δη των μικρών, όπως προβλέπει για παράδειγμα η πρόταση του ΣΕΛΚ την οποία στηρίζει και η ΠΟΒΕΚ. Θα μπορούσαμε, ακόμα πιο τολμηρά, να βάλουμε ένα όριο στην ΑΤΑ, για παράδειγμα να δίνεται πλήρως μόνο για όσους φτάνουν στο 145% του διάμεσου μισθού, με μια κλιμάκωση για να αποφεύγεται όσο γίνεται το «προσπέρασμα» σε μισθούς. Έτσι θα ήταν πιο φθηνή, λιγότερο πληθωριστική και πιο δίκαιη: Αν ο πληθωρισμός μου στερεί το ταξίδι που θέλω να κάνω στο Λονδίνο, αυτό είναι ένα. Αν μου επηρεάζει όμως την ποιότητα διατροφής της οικογένειάς μου, αυτό είναι άλλο. Το σημαντικότερο, όμως, είναι να γίνονται συζητήσεις επί της ουσίας και όχι με οπαδική διάθεση. Αυτή είναι μια από τις μεγάλες τοξικότητες της κοινωνίας μας και οδηγεί σε στρεβλές αποφάσεις.
Ερ.: Ποια η θέση του συμβουλίου για τον κατώτατο μισθό;
Απ.: Έχει εδραιωθεί ερευνητικά πως η εισαγωγή κατώτατου μισθού δεν μεταφράζεται σε αύξηση της ανεργίας. Η βιβλιογραφία μάλιστα φτάνει στο συμπέρασμα πως, και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μειώνουν θέσεις εργασίας, παρόλο ότι στην των πιο μικρών επιχειρήσεων, προσωπικά δεν έχω πειστεί για τα ευρήματα, λόγω και των μεθοδολογιών που ακολουθούνται. Γενικότερα, οι ανησυχίες πρέπει να εστιάζονται αποκλειστικά στις μικρές επιχειρήσεις, όπου, ωστόσο, υπάρχουν ενδεχομένως άλλες λύσεις και επιλογές για ανακούφιση τους. Επιπλέον, ο κατώτατος μισθός θα έχει σοβαρές θεμιτές προεκτάσεις σε κοινωνικό επίπεδο, οι οποίες δεν χρειάζονται εκτενή ανάλυση αφού είναι καλά κατανοητές. Χάρη σε αυτές τις θεμιτές κοινωνικές προεκτάσεις δημιουργείται και στήριξη της συνολικής ζήτησης, αλλά και ένα ξεκαθάρισμα της φορολογικής βάσης. Επιπλέον, λειτουργεί ανασταλτικά, έστω και ελαφρώς, κατά της αδήλωτης και παράνομης εργασίας και κυρίως κατά των «μαύρων» μισθών εκτός συμβολαίου.
Ωστόσο, τίποτε δεν είναι δωρεάν. Είναι ένα μέτρο το οποίο θα πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά. Σαν Συμβούλιο, δεν λαμβάνουμε μέρος στη συζήτηση και δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για τον διάλογο που διεξάγεται. Ξέρουμε όμως πως υπάρχουν περιπτώσεις για εξαιρέσεις, όπως την παροχή σίτισης και στέγασης, καθώς και για εξαιρέσεις όταν υπάρχουν άλλοι τρόποι ενίσχυσης του εισοδήματος των εργαζομένων, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με φιλοδωρήματα ή μπόνους. Εξαίρεση πρέπει να δοθεί και για τα άτομα κάτω των 18 και τους μερικής απασχόλησης, με σκοπό να αποφευχθούν στρεβλώσεις στην αγορά αλλά και για να αποφύγουμε την ανάπτυξη κινήτρων για αθέμιτες κοινωνικά συμπεριφορές, τόσο από εργοδότες όσο και από εργαζόμενους. Όσον αφορά στις διαφορές επί της μεθοδολογίας, μπορούν να προσπεραστούν αν επικεντρωθεί η συζήτηση στον μισθό ανά ώρα, ο οποίος με πρόχειρους υπολογισμούς, φαίνεται πως θα ήταν βέλτιστο να κατασταλάξει κάπου μεταξύ 5.25 και 5.33 ευρώ την ώρα.
Ερ.: Σας προβληματίζει το ψηλό δημόσιο χρέος; Τί πρέπει να γίνει για να μειωθεί;
Απ.: Το δημόσιο χρέος σήμερα είναι σε υποφερτά επίπεδα και εισπράττουμε από το Υπουργείο Οικονομικών μια συγυρισμένη εικόνα, με συνετή διαχείριση των αναγκών της Δημοκρατίας. Ωστόσο, καθώς αυξάνονται τα επιτόκια, και θα δούμε επίσης αύξηση και των αποκλίσεων στις αποδόσεις (spread), κινήσεις όπως τις πρόσφατες αποφάσεις της ΕΚΤ δεν θα είναι αρκετές.
Έτσι, η μεγάλη πρόκληση είναι τα επόμενα χρόνια. Η Πράσινη Μετάβαση είναι μια σοβαρή ανάγκη. Πέρα από τις συμβατικές υποχρεώσεις της, η οικονομία μας είναι αντιμέτωπη και με πραγματικές οικονομικές απώλειες. Η απειλή δεν είναι πλέον θεωρητική αλλά έχει αρχίσει να υλοποιείται. Η διάβρωση, για παράδειγμα, της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων ήδη καταγράφεται και αναμένω πως η Φρανκφούρτη θα θέσει το θέμα του φυσικού ρίσκου στον τραπεζικό μας τομέα, με πιο επιτακτικό τρόπο, ίσως ακόμα και φέτος.
Οι δαπάνες, όμως, για την Πράσινη και την Ψηφιακή Μετάβαση, θα είναι πολύ υψηλές. Τις αποκαλούμε «οδυνηρή ευκαιρία». Θα είναι μεν αναπτυξιακές, αλλά θα συνεπάγονται πολύ υψηλά κόστη στα αρχικά τους στάδια. Έτσι, το μαξιλαράκι που αισθάνονται πολλοί πως έχουμε, είναι ήδη «δεσμευμένο» για ανάγκες του 2023. Γι’ αυτό και μας προκαλεί ανησυχία και λύπη το γεγονός ότι διαφάνηκε πολιτική συναίνεση σε αποφάσεις όπως την μείωση των φόρων στους ρύπους. Δεν υπήρξαν φωνές εναντίων τέτοιων κινήσεων, ακόμα και από πολιτικούς που διατηρούν μια περσόνα πιο «πράσινη»: Τέτοιες αποφάσεις είναι μυωπικές διότι θα καταστήσουν ακόμα πιο επώδυνες τις αποφάσεις που θα κληθούμε να πάρουμε σαν κοινωνία εντός των επόμενων 12 μηνών.
Όσον αφορά στα κόστη, είναι σαφές πως η Δημοκρατία δεν λαμβάνει υπηρεσίες αντίστοιχες του κόστους της κρατικής μηχανής και θα πρέπει να προσαρμοστεί επειγόντως η παραγωγικότητα, το κόστος, ή και τα δύο από την κρατική μηχανή. Επιπλέον, μια σειρά από μεταρρυθμίσεις ακόμα εκκρεμούν και, αν υπάρξει πολιτική διάθεση, θα πρέπει να αρχίσει ένα τολμηρό πρόγραμμα αναθεώρησης κανονισμών, διαδικασιών και νομοθεσιών. Η περιπλοκότητα των διαδικασιών, εκτός από ότι αποτελεί τη μήτρα της διαφθοράς, μεταφράζεται και σε αυξημένο κόστος.
Δεν μπορούμε, τέλος, να μην σχολιάσουμε και το αυξημένο ρίσκο για τους επόμενους μήνες, εν όψει και του προεκλογικού κύκλου. Όλα τα Δημοσιονομικά Συμβούλια συμμερίζονται αυτές τις ανησυχίες, αφού οι πολιτικοί τείνουν να ασκούν, προεκλογική αντί για μεσοπρόθεσμη πολιτική σε τέτοιες περιπτώσεις. Στην Κύπρο, τα πρώτα σημάδια μέχρι σήμερα ήταν αμφίρροπα και σίγουρα θα παρακολουθούμε τη συμπεριφορά της Πολιτικής με ανησυχία τους επόμενους μήνες.