Για τον Κρατικό Προϋπολογισμό και την Οικονομία
Η ομιλία του υπουργού Οικονομικών στη βουλή των αντιπροσώπων αναφορικά με τον κρατικό προϋπολογισμό 2014 γενικά κυμαίνεται στα σωστά πλαίσια (παρά το ότι ενίοτε υπάρχουν πολιτικά υπονοούμενα, ως είναι φυσικό άλλωστε). Στην πράξη της οικονομικής πολιτικής όμως εντοπίζονται αδυναμίες. Η ανάλυση του γενικού πλαισίου και των λανθασμένων πολιτικών του παρελθόντος που οδήγησαν στην ανάγκη για την προτεινόμενη μείωση των δαπανών της τάξης του 10% στον προτεινόμενο προϋπολογισμό του 2014 είναι εύλογη π.χ. το ότι οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονταν με ρυθμό μεγαλύτερο από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και ιδιαίτερα το ότι το δημόσιο μισθολόγιο αυξανόταν με ακόμη μεγαλύτερο ρυθμό (8% σε 2 χρόνια). Το ίδιο ισχύει επίσης για το ότι οι αμοιβές στον δημόσιο τομέα ξεπερνούσαν κατά πολύ την παραγωγικότητα. Συμφωνώ ότι γενικά ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών πρέπει να επιχειρείται στους καλούς καιρούς παρά στους δύσκολους και πιστεύω ότι ως θέμα πολιτικής πρέπει να επιτυγχάνεται ισοσκελισμός του κρατικού προϋπολογισμού μεσοπρόθεσμα, μέχρι το τέλος της τετραετούς θητείας μιας κυβέρνησης (πριν παραδώσει την εξουσία στην επόμενη), και όχι κατ’ ανάγκη ετήσια ώστε να αποφεύγεται ο φαύλος κύκλος της συνεχούς συρρίκνωσης λόγω προ-κυκλικότητας όταν η οικονομία έχει μπει σε ύφεση. Αυτό θα είναι πιο σημαντικό στο μέλλον όταν ο κρατικός προϋπολογισμός θα εξαρτάται εν μέρει από εισοδήματα από πωλήσεις και φορολογικά έσοδα από το φυσικό αέριο.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι παρά την προτεινόμενη σημαντική μείωση των δαπανών κατά 10%, ο προϋπολογισμός παραμένει αισθητά ελλειμματικός και για την επόμενη χρονιά δηλαδή η δημοσιονομική προσαρμογή θα είναι σταδιακή. Αυτή η σταδιακή ευελιξία όμως είναι ενδεδειγμένη. Το φορολογικό καθεστώς (με τους αυξημένους φορολογικούς συντελεστές που επιβλήθηκαν υπό την πίεση της Τρόικας) αναμένεται να διατηρηθεί ως έχει. Θα ήταν προτιμότερο όπως οι φορολογικοί συντελεστές είναι μειωμένοι (παρά αυξημένοι) σε περιόδους ύφεσης ώστε να αντισταθμίσουν την προ-κυκλικότητα της οικονομίας αλλά ο προτεινόμενος προϋπολογισμός που στοχεύει σε μείωση κρατικών δαπανών κατά 10% φαίνεται ένας λογικός συμβιβασμός δεδομένων των συνεχιζόμενων ελλειμμάτων και κοινωνικών πιέσεων από τη μια και της επιδιωκόμενης βιωσιμότητας του χρέους και των δεσμεύσεων έναντι των δανειστών από την άλλη.
Παρά τις πρόσφατες αξιόλογες θετικές εκτιμήσεις από την Τρόικα και εξωτερικούς οίκους όμως, που σωστά επικαλείται ο υπουργός (και του ανήκει ανάλογος έπαινος), οι κίνδυνοι για επιδείνωση της οικονομίας παραμένουν. Τα επιδόματα για τους ανέργους θα εκλείψουν μετά την εξαμηνία και οι τάξεις των ανέργων θα αυξάνονται, μειώνοντας περαιτέρω την καταναλωτική ζήτηση. Με ανεπαρκές λειτουργικό κεφάλαιο λόγω των τραπεζικών περιορισμών, περισσότερες επιχειρήσεις θα βρίσκουν την επιβίωση πιο δύσκολη. Τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) θα αυξάνονται περαιτέρω παρά να μειώνονται, λόγω έλλειψης συνετής πολιτικής από όλους τους φορείς, που τα έχουν τελείως χαμένα. Ούτε επιμηκύνσεις των δανείων ούτε μείωση ή χάρισμα μέρους των τόκων θα επιλύσουν το τεράστιο αυτό πρόβλημα που καραδοκεί σαν ο Τιτανικός της κυπριακής οικονομίας. Η έλλειψη πολιτικής διάθεσης και ετοιμότητας να διαχειριστούν το θέμα οι αρμόδιοι φορείς δεν βοηθά. Με ελάχιστες εξαγωγικές δυνατότητες και αυτο-τροφοδοτούμενο κύκλο οικονομικής συρρίκνωσης, οι κίνδυνοι εξακολουθούν να παραμονεύουν. Ο τουρισμός δεν θα σωθεί με επιφανειακά μέτρα όπως καζίνο –αλλού είναι οι πηγές της έλλειψης ανταγωνιστικότητας και της μειωμένης παραγωγικότητας της οικονομίας.
Εύλογη η αναφορά για τα κακώς έχοντα στο τραπεζικό σύστημα, με βασικό πρόβλημα την αλόγιστη και μη-βιώσιμη πιστωτική επέκταση που οδήγησε στον υπερδανεισμό που χρηματοδοτούσε όχι τις επενδύσεις αλλά την κατανάλωση και την αλόγιστη επέκταση στον τομέα των ακινήτων. Όμως την ζημιά από την κακοδιαχείριση στο τραπεζικό σύστημα δεν την επωμίστηκαν μόνο οι καταθέτες (μαζί με τους μετόχους και τους κατόχους αξιογράφων) αλλά και οι φορολογούμενοι πολίτες – έμμεσα, υπό την μορφή αυξημένων φόρων, μειωμένων κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών του δημοσίου, και άμεσα, από την άλογη ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής Τράπεζας με €1,8 δισ. και τον ELA €5 δισ. που ακολούθησε. Πιο πρόσφατα το κυπριακό δημόσιο έχει καλύψει τις κεφαλαιουχικές ανάγκες του Συνεργατισμού με €1,5 δισ. Γιατί οι πολιτικοί θεωρούν ότι ο φορολογούμενος πολίτης πρέπει πάντα να καλύπτει τις ζημιές από τα λάθη των τραπεζιτών ή των πολιτικών όταν τα πράγματα πάνε στραβά εξ’ υπαιτιότητας των πρώτων, ενώ όταν τα πράγματα πάνε καλά αυτοί καρπούνται πάλι τα οφέλη ενώ ο φορολογούμενος δεν συμμετέχει; Θα ήταν πιο δίκαιο αν ο κάθε φορολογούμενος πολίτης παίρνει το αντίστοιχο δικαίωμα (σε αγοραία αξία) σε μετοχικό κεφάλαιο του ποσού που συνεισφέρει σε φόρους για διάσωση του συγκεκριμένου οργανισμού που διασώζεται. Για παράδειγμα, αν το €1,5 δισ. που το κυπριακό δημόσιο έχει συνεισφέρει για να καλύψει τις κεφαλαιουχικές ανάγκες του Συνεργατισμού αποτελεί το X% των φορολογικών εισοδημάτων του κράτους, τότε ο κάθε φορολογούμενος πολίτης δικαιούται μετοχικό κεφάλαιο στη νέα Συνεργατική τράπεζα που αντιστοιχεί με X% των φόρων που πλήρωσε. Αντίθετα, οι φορολογούμενοι πολίτες πάλι πληρώνουν και συντηρούν τα λάθη άλλων.
Παρενθετικά, η προτεινόμενη κυβερνητική πολιτική για συνδυασμό δημοσιονομικής εξυγίανσης με την ανάγκη εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης στις δομές και λειτουργίες της δημόσιας υπηρεσίας, τους κρατικούς και ημι-κρατικούς οργανισμούς κλπ, υπόσχεται να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα θέτοντας τις βάσεις για ένα πιο υγιές υπόβαθρο για το κράτος και την οικονομία. Η παρούσα κυβέρνηση έχει κατ’ αρχήν τη σωστή ρητορική για τα πιο πάνω θέματα, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις μέχρι τώρα τα λόγια άγγιζαν μόνο την επιφάνεια και τα έργα παρέμεναν σε απόσταση από την ουσία. Παρ’ όλα αυτά ο υπουργός και το υπουργείο Οικονομικών φαίνεται να έχουν μια καλή πυξίδα που κατευθύνουν τη διακηρυγμένη πολιτική στη σωστή κατεύθυνση. Θα ήταν καλό η βουλή να την υποστηρίξει στις γενικές γραμμές στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και οι δύο φορείς πρέπει να αφιερώσουν παραπάνω φαιά ουσία (και λιγότερα λόγια) στην προώθηση της πραγματικής ανάπτυξης και ιδίως των νέων και του επιστημονικού/επαγγελματικού δυναμικού σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, αντί να επικεντρώνονται σε επιφανειακά μέτρα όπως καζίνο και γκολφ. Οι πράξεις και των δύο θα δείξουν σε βάθος χρόνου. Τον τελευταίο λόγο έχουν (συνήθως) οι αγορές.
Του Λένου Τριγιώργη
Καθηγητή Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Κύπρου