Για εκποιήσεις ενυπόθηκων ακινήτων
Κανένας από εμάς δεν αρέσκεται στο να βλέπει το συμπολίτη του να χάνει την πρώτη του κατοικία, την επαγγελματική του στέγη ή ακόμη την οποιαδήποτε του περιουσία. Πολύ περισσότερο, όταν δεν φέρει ο ίδιος την απόλυτη ευθύνη ή και την οποιαδήποτε ευθύνη. Οι ανησυχίες της κυβέρνησης και της βουλής, αλλά και άλλων συνόλων και πολιτών,για τις κοινωνικές επιπτώσεις, οι οποίες εκφράζονται στα πλαίσια της συζήτησης για τις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο εκποιήσεων ενυπόθηκων ακινήτων, είναι ανησυχίες όλων των πολιτών και είναι απόλυτα σεβαστές και κατανοητές. Το ίδιο και οι προσπάθειες μετριασμού των πιθανών κοινωνικών επιπτώσεων.
Σε αυτά τα θέματα όμως, το τι αποτελεί αδικία και τι όχι, ο βαθμός της ευθύνης του κάθε άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενου, είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικά και αδύνατον να συμφωνηθούν και με απόλυτο τρόπο να ρυθμιστούν νομοθετικά, ώστε να ικανοποιούνται όλοι. Το όλο εγχείρημα καθίσταται ακόμη πιο δύσκολο όταν το πρόσωπο ή ο οργανισμός ή ο θεσμός που φέρει ευθύνη, δεν είναι μέρος μιας δανειακής σύμβασης και πιθανόν να μην υπάρχει τρόπος να ανακτηθεί η ζημιά που προκλήθηκε από αυτόν. Οπόταν αναπόφευκτα το άδικο αυτό κόστος θα πρέπει να το επωμιστούν άλλοι.
Η καθυστέρηση ή η μη υιοθέτηση νόμων, που αποσκοπούν στη βελτίωση της λειτουργίας της κοινωνίας και της οικονομίας, ακόμη και όταν αυτή οφείλεται στο θεμιτό στόχο της τελειοποίησης του νόμου ώστε να περιοριστούν αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, μπορεί και να έχει κόστος. Κόστος το οποίο θα πρέπει να αντιπαραβληθεί με τα τυχόν οφέλη από την ίδια την καθυστέρηση.
Μεταξύ άλλων, η μη επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν απελευθερώνει κεφάλαια και ρευστότητα στην αγορά, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται αρνητικά οι προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και ακόμη να τίθεται σε κίνδυνο ο όλος δημοσιονομικός και χρηματοοικονομικός σχεδιασμός που έχει γίνει. Ήδη τα πρόσφατα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Περεταίρω καθυστέρηση στην επίλυση του προβλήματος, ενδεχομένως να φέρει ακριβώς τ’ αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που καλόπιστα επιδιώκουν, όσοι προσπαθούν να βελτιώσουν τις προτεινόμενες ρυθμίσεις για το θέμα των εκποιήσεων ενυπόθηκων ακινήτων.
Επιπρόσθετα, αυτή την περίοδο γίνεται προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης κυπριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή και εξεύρεσης στρατηγικών επενδυτών. Η ύπαρξη αβεβαιότητας για τις τελικές πρόνοιες των πιο πάνω ρυθμίσεων για τις εκποιήσεις, αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα και επηρεάζει αρνητικά την όλη προσπάθεια, αλλά και την αξία των οργανισμών.
Η διασύνδεση των οικονομικών του κράτους, του ιδιωτικού και του χρηματοοικονομικού τομέα έγινε πλέον ξεκάθαρη σε όλους. Η παρέμβαση του κράτους με νομοθετικές ή άλλες ρυθμίσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, σε αυτό το επίπεδο, δημιουργεί ακόμη ένα ηθικό αλλά και ουσιαστικό κίνδυνο. Στην περίπτωση που η προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτύχει και τα επερχόμενα τεστ προσομοίωσης υποδείξουν την ανάγκη νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης κάποιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τότε δεν αποκλείεται το κράτος και η κοινωνία μας να βρεθούν ξανά μπροστά στα ανεπιθύμητα για όλους διλήμματα του παρελθόντος. Η διάσωση με κρατική στήριξη (Bailout) θα αποτελεί μια από τις επιλογές. Ένα τέτοιο, έστω και απομακρυσμένο ενδεχόμενο, αναπόφευκτα θα απειλήσει την πορεία ανάκαμψης και σίγουρα θα δημιουργήσει την ανάγκη επιβολής νέων μέτρων.
Η κοινωνική πολιτική ενός κράτους αποτελεί καθαρά πολιτική απόφαση. Αυτή όμως θα πρέπει να ασκείται μέσα από μηχανισμούς που δημιουργούνται από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία γι’ αυτόν το σκοπό. Η επιδίωξη άσκησης κοινωνικής πολιτικής μέσα από άλλους μηχανισμούς, εγκυμονεί άλλους κινδύνους και μπορεί να φέρει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Οι μεταρρυθμίσεις στο γενικό πλαίσιο για τις εκποιήσεις ήταν μια αδυναμία του συστήματος, την οποία οι ίδιοι είχαμε αναγνωρίσει πολύ πριν την τρέχουσα κρίση. Το ίδιο και το θέμα της φερεγγυότητας, το οποίος επίσης καλούμαστε να βελτιώσουμε. Το περιορισμένο μέγεθος του προβλήματος και η γενικότερη ευμάρεια που επικρατούσε δεν επέτρεψαν στο παρελθόν τη διόρθωση αυτών των στρεβλώσεων. Οι μεταρρυθμίσεις σήμερα όμως είναι αναγκαίες, θα πρέπει να γίνουν ώστε η όλη διαδικασία να γίνει πιο αποτελεσματική και δίκαιη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα επιτραπεί στο ένα ή στο άλλο αντισυμβαλλόμενο μέρος να εκμεταλλευτεί το άλλο. Αν κυβέρνηση και βουλή έχουν ανησυχίες, ότι παρά τις καλόπιστες προσπάθειες τους, ενδεχομένως θα προκληθούν κοινωνικά προβλήματα, μπορούν, εντός των δυνατοτήτων του κράτους, να προχωρήσουν παράλληλα στη δημιουργία άλλων μηχανισμών, π.χ. σχεδίων στήριξης, που θα αντιμετωπίσουν ή να περιορίσουν το μέγεθος τους.
Εάν ως κοινωνία ακόμη δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε την κρίση του απλού πολίτη, το χρηματοπιστωτικό τομέα και τους θεσμούς του κράτους, και το πώς όλοι αυτοί θα ενεργήσουν μετά από αυτή την κρίση, τότε καμία νομοθετική ρύθμιση δεν πρόκειται να λύσει τα προβλήματα μας.
Δημήτρης Γεωργιάδης
Πρόεδρος
Δημοσιονομικό Συμβούλιο