Το μήνυμα της αποχής
Ήταν καιρός να «ωριμάσει» η κυπριακή δημοκρατία και να αρχίζει να βιώνει τις εμπειρίες των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, που από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 καταγράφουν αυξημένη αποχή των πολιτών από την εκλογική διαδικασία.
Μπορεί το 21% της αποχής στις βουλευτικές εκλογές της Κυριακής να μας ξαφνιάζει, είναι όμως σχετικά μικρό αν το συγκρίνουμε με τα δεδομένα και τις τάσεις που επικρατούν διεθνώς.
Στη Βρετανία, στο μέσο της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης το 2010, προσήλθε στις κάλπες μόλις το 65% των ψηφοφόρων και ήταν μάλιστα αυξημένη η συμμετοχή σε σχέση με τις εκλογές του 2005 (61%).
Στη Γερμανία το 2009 ψήφισε το 71% των ψηφοφόρων.
Μάλιστα αυτές είναι οι ύψιστες σε σημασία εκλογές σε αυτές τις χώρες, αφού έχουν κοινοβουλευτικό σύστημα, αντί προεδρικό, όπως το δικό μας.
Από την άλλη, όμως, υπάρχουν τρεις τουλάχιστον λόγοι που θα πρέπει να μας ανησυχούν για το ποσοστό αποχής στις κυπριακές βουλευτικές εκλογές.
Ο πρώτος είναι ότι σε αντίθεση με πολλές χώρες, η ψηφοφορία στην Κύπρο είναι υποχρεωτική. Το 21% επέλεξε να παραβιάσει την έστω τυπική νομική υποχρέωση που έχει να ψηφίσει.
Ο δεύτερος είναι η απότομη αύξηση της αποχής κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες. Αλλού χρειάστηκαν δεκαετίες για να αυξηθεί η αποχή όσο αυξήθηκε στην Κύπρο εντός της τελευταίας πενταετίας.
Ο τρίτος και πιο σημαντικός, ίσως, είναι ότι σε άλλες χώρες η αποχή από την εκλογική διαδικασία μετριάζεται και αντισταθμίζεται από την ύπαρξη μιας ισχυρής και αυτόνομης κοινωνίας των πολιτών, που προσφέρει εναλλακτικούς τρόπους πολιτικής συμμετοχής, πέραν της ψήφου σε εκλογές. Στην Κύπρο η κοινωνία των πολιτών είναι σχεδόν ανύπαρκτη και προσκολλημένη στα κόμματα και στο πολιτικό κατεστημένο. Δεν είναι ούτε ισχυρή, ούτε αυτόνομη.
Αυτοί οι λόγοι καθιστούν την αποχή ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο που χρήζει εξήγησης.
Ένας πιθανός παράγοντας που επηρεάζει την αποχή ίσως να σχετίζεται με το Κυπριακό. Η συζήτηση του είναι απαραίτητη, σημαντική και χρήσιμη αλλά το Κυπριακό δεν αγγίζει την καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων. Αναλώνουμε τεράστιους πολιτικούς πόρους να συζητούμε ένα θέμα που δεν συνδέεται με τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία. Και που συζητείται με ένα νομικίστικο, κάπως αφηρημένο τρόπο, που αποξενώνει πολλούς πολίτες, κυρίως τους νέους.
Ένας άλλος λόγος σχετίζεται με την συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων, που δίνουν την εντύπωση ότι δρουν με βασικό γνώμονα την κατάληψη και κατανομή εξουσίας, αντί της υλοποίησης του προγράμματός τους.
Το ότι σήμερα συζητείται πίσω από κλειστές πόρτες ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της βουλής στη βάση του πάρε-δώσε θέσεων εξουσίας αντί στη βάση των προγραμματικών αρχών και θέσεων, ενισχύει την εντύπωση ότι η εξουσία είναι αυτοσκοπός αντί το εργαλείο για βελτίωση της καθημερινότητας μας.
Αντώνης Α. Έλληνας
Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών
Πανεπιστήμιο Κύπρου