Μύθοι ανταγωνιστικότητας
30/05/2011
Πρόσφατο άρθρο* των οικονομολόγων της Ασιατικής Τράπεζας Αναπτύξεως Jesus Felipe και Utsav Kumar υποστηρίζει με πειστικά επιχειρήματα ότι οι συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας μέσα στην ευρωζώνη που βασίζονται πάνω στο μέσο εργασιακό κόστος είναι λανθασμένες και παραπλανητικές. Οι δύο οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας στην περιφέρεια έχει να κάνει με το είδος προϊόντων που παράγουν και όχι γιατί τα ημερομίσθια και άλλα εργασιακά κόστα είναι ψηλά.
Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι τα εργατικά χέρια σε χώρες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως οι Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία, είναι πολύ ακριβά. Και γι΄αυτό το λόγο ισχυρίζονται ότι οι χώρες αυτές υποφέρουν από έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Και επειδή μέσα σε μια νομισματική ένωση δεν υπάρχει δυνατότητα να γίνει υποτίμηση του νομίσματος, εισηγούνται ότι η μόνη λύση είναι περισσότερη ευελιξία στην αγορά εργασίας – κάτι που αποκωδικοποιείται ως χαμηλότερα ημερομίσθια και μισθοί.
Οι Felipe και Utsav καταρρίπτουν αυτή την επιχειρηματολογία εξηγώντας πρώτα ότι η μέτρηση του εργασιακού κόστους στην ευρωζώνη έχει πολλά μεθοδολογικά προβλήματα και ότι οι συγκρίσεις που γίνονται με τη Γερμανία είναι παραπλανητικές. Επίσης επαναλαμβάνουν κάτι πού τόνισαν και πολλοί άλλοι οικονομολόγοι, περιλαμβανομένου και του γράφοντος, δηλαδή ότι δεν υπάρχει απλή γραμμική σχέση μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης και κόστους εργασίας.
Ο κύριος λόγος που οι συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας που χρησιμοποιούν το κόστος εργασίας είναι παραπλανητικές είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιούν μακροοικονομικά μεγέθη και όχι φυσικά (μικροοικονομικά) μεγέθη.
Οι συγκρίσεις παραγωγικότητας για να είναι λογικές πρέπει να γίνονται σε φυσικούς όρους, κάτι το οποίο προϋποθέτει ότι χρησιμοποιούμε τα ίδια προϊόντα. Για παράδειγμα αν η Ελλάδα και η Γερμανία παράγουν και οι δύο φραγκφούρτερ (η φέτα) και μόνο, θα μπορούσαμε εύκολα να συγκρίνουμε την παραγωγικότητα των εργατών τους. Αν στη Γερμανία 1 εκ. εργάτες παράγουν 1 δισ. φραγκφούρτερ, τότε η παραγωγικότητα είναι 1,000 φραγκφούρτερ κατά εργάτη. Αν στην Ελλάδα ο ίδιος αριθμός εργατών παράγει 0.5 δισ. φραγκφούρτερ, τότε η παραγωγικότητα εκεί είναι 500 φραγκφούρτερ κατά εργάτη. Σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσαμε εύκολα να πούμε ότι η Γερμανία είναι πιο ανταγωνιστική από την Ελλάδα, γιατί οι εργάτες της έχουν διπλάσια παραγωγικότητα από τους εργάτες στην Ελλάδα.
Στην πράξη όμως ο δείκτης που χρησιμοποιείται για τέτοιες συγκρίσεις είναι συνήθως ο λόγος του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές με το συνολικό αριθμό εργαζομένων. Αυτός ο δείκτης δεν είναι απλά ένας μέσος όρος των διάφορων εργασιακών κόστων σε μια οικονομία. Ο δείκτης αυτός στην ουσία είναι το προϊόν του μεριδίου της εργασίας στην παραγωγή με τον αποπληθωριστή (labour share in total output multiplied by the price deflator). Με άλλα λόγια αυτός ο δείκτης αντανακλά την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου.
Το συμπέρασμα που αμέσως μπορεί να εξαχθεί είναι το εξής. Οι πολιτικές που στοχεύουν να μειώσουν το εργασιακό κόστος, μειώνουν το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ - αυξάνοντας ταυτόχρονα το μερίδιο του κεφαλαίου - και μειώνουν την κατανάλωση. Και αυτό γιατί οι εργαζόμενοι συνήθως καταναλώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος τους σε σύγκριση με τους κεφαλαιοκράτες. Η μείωση της κατανάλωσης με τη σειρά της λειτουργεί ως τροχοπέδη στην ανάκαμψη και συχνά βαθαίνει την ύφεση.
Οι Felipe και Kumar δείχνουν ότι η αύξηση του εργασιακού κόστους στην περιφέρεια – με εξαίρεση την Ελλάδα – από το 1990 μέχρι το 2007 ήταν αποκλειστικά λόγω της αύξησης των τιμών. Στις 11 από τις 12 χώρες που εξετάζουν (που δυστυχώς δεν περιλαμβάνουν την Κύπρο), το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ έχει μειωθεί ή έχει μείνει σταθερό. Η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος είναι ότι – με εξαίρεση και πάλι την Ελλάδα – το μερίδιο του κεφαλαίου στην παραγωγή έχει αυξηθεί ή τουλάχιστον δεν έχει μειωθεί.
Με άλλα λόγια, αν θα μετράμε την ανταγωνιστικότητα μέσω του μέσου εργασιακού κόστους, συνεχίζουν οι συγγραφείς του άρθρου, πρέπει επίσης να ορίσουμε και τον όρο «μεσό κόστος κεφαλαίου» - δηλαδή το λόγο του κέρδους σε σχέση με την παραγωγικότητα του κεφαλαίου. Αυτό έχει μεγάλη σημασία διότι όταν μετράμε την ανταγωνιστικότητα μόνο μέσω του εργασιακού κόστους είναι σαν να απαιτούμε από τους εργαζομένους να σηκώσουν ολόκληρο το βάρος μιας αναπροσαρμογής. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί όμως ότι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας μπορεί να οφείλεται εξίσου - αν όχι και εξ’ολοκλήρου - στην ακρίβεια του κεφαλαίου - δηλαδή οι μηχανές μπορεί να είναι πολύ ακριβές σε σχέση με την παραγωγικότητά τους.
Παραθέτω πιο κάτω τον πίνακα που περιλαμβάνει συγκρίσεις κόστους κεφαλαίου και εργασίας για τις 12 χώρες που εξετάζουν στο άρθρο τους.
Table 1. Unit labour costs (ULC) and unit capital costs (UKC) in the Eurozone in 2007 relative to the respective levels in 1980 and 1995
Πηγή: Jesus Felipe and Utsav Kumar “Do some countries in the Eurozone need an internal devaluation? A reassessment of what unit labour costs really mean”, VOX-EU, 31 March 2011.
Είναι ξεκάθαρο ότι με εξαίρεση την Ελλάδα, το κόστος κεφαλαίου στην περιφέρεια έχει αυξηθεί περισσότερο από το εργασιακό κόστος. Αυτό ισχύει ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία που ήταν η μόνη χώρα που κατάφερε να μειώσει το εργασιακό κόστος κατά την περίοδο 1995-2007 (η Αυστρία κατάφερε να το συγκρατήσει).
Οι συγγραφείς εξηγούν επίσης γιατί οι συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας της περιφέρειας με τη Γερμανία είναι παραπλανητικές. Η Γερμανία παράγει πολύ πιο «πολύπλοκα» προϊόντα - σύμφωνα με τον ορισμό των Hidalgo and Hausmann - σε σύγκριση με τις χώρες της περιφέρειας. Η Γερμανία εξάγει το 12% των 10 πιο πολύπλοκων προϊόντων στον κόσμο. Επίσης οι εξαγωγές της Γερμανίας είναι συγκεντρωμένες στις πιο πολύπλοκες κατηγορίες προϊόντων, ενώ μόνο το 3.4% των προϊόντων που εξάγει είναι «απλά» σε σύγκριση με 33.1% των Ελληνικών προϊόντων και 22.1% των προϊόντων της Πορτογαλίας.
Πιο ορθολογικές θα ήταν οι συγκρίσεις με την Κίνα, που, όπως και η ευρωπαϊκή περιφέρεια, δεν παράγει τόσο πολύπλοκα προϊόντα. Εδώ οι συγγραφείς εξάγουν το πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα ότι η μείωση των ημερομισθίων στην ευρωπαϊκή περιφέρεια δεν θα είναι αποτελεσματική εκτός και αν είναι τόσο μεγάλη που θα τα μειώσει στο επίπεδο Κίνας. Δηλαδή και αν ακόμη μπορούσε η περιφέρεια να μειώσει τα ημερομίσθια κατά 30%, το μόνο που θα πετύχαινε είναι συμπίεση της ζήτησης.
Το τελικό και ίσως πλέον επίκαιρο συμπέρασμα του Felipe και Kumar έχει να κάνει με τη συζήτηση που γίνεται για την ανάγκη να μειωθεί το εργασιακό κόστος, η οποία βασίζεται στη - λανθασμένη - πεποίθηση ότι αυτή θα αυξήσει την ανάπτυξη. Αυτή η πεποίθηση είναι ακόμη ένα δείγμα νεοφιλελεύθερου δογματισμού, ο οποίος προτιμά να αγνοεί την πραγματικότητα. Στη βιβλιογραφία η εμπειρία που έχουμε πάνω στο θέμα αυτό έχει το όνομα «το παράδοξο Kaldor» (Kaldor’s paradox). O Kaldor – ο οποίος ήταν ένας από τους «μαθητές» του Keynes στο Cambridge - είχε δείξει ότι τη μεταπολεμική περίοδο οι χώρες που παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση του εργασιακού τους κόστους ήταν οι ίδιες που είχαν και τη μεγαλύτερη αύξηση στο μερίδιο της αγοράς στο εμπόριο. Παρόμοια αποτελέσματα είχε δείξει και ο Fagerberg to 1996.
Κατά τη δική μου άποψη, το παράδοξο Kaldor δεν είναι και τόσο παράδοξο. Ούτε και χρειάζεται περίεργα οικονομικά μοντέλα για να εξηγηθεί. Απλούστατα, η αντιμετώπιση του εργαζομένου από τον εργοδότη ως κόστος παραγωγής που πρέπει να συμπιεσθεί, με τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις και τις συγκρούσεις που δημιουργεί μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει στην παραγωγικότητα. Σε αντίθεση, η αντιμετώπιση του εργαζομένου ως παραγωγικού πόρου και ως δυναμική πηγή καινοτομιών μπορεί να έχει πολλά θετικά οφέλη, όπως έχει δείξει και η σύγχρονη Νέο-Κευνσιανή θεωρία (efficiency wage theory).
*Jesus Felipe and Utsav Kumar “Do some countries in the Eurozone need an internal devaluation? A reassessment of what unit labour costs really mean”, VOX-EU, 31 March 2011.
Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι τα εργατικά χέρια σε χώρες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως οι Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία, είναι πολύ ακριβά. Και γι΄αυτό το λόγο ισχυρίζονται ότι οι χώρες αυτές υποφέρουν από έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Και επειδή μέσα σε μια νομισματική ένωση δεν υπάρχει δυνατότητα να γίνει υποτίμηση του νομίσματος, εισηγούνται ότι η μόνη λύση είναι περισσότερη ευελιξία στην αγορά εργασίας – κάτι που αποκωδικοποιείται ως χαμηλότερα ημερομίσθια και μισθοί.
Οι Felipe και Utsav καταρρίπτουν αυτή την επιχειρηματολογία εξηγώντας πρώτα ότι η μέτρηση του εργασιακού κόστους στην ευρωζώνη έχει πολλά μεθοδολογικά προβλήματα και ότι οι συγκρίσεις που γίνονται με τη Γερμανία είναι παραπλανητικές. Επίσης επαναλαμβάνουν κάτι πού τόνισαν και πολλοί άλλοι οικονομολόγοι, περιλαμβανομένου και του γράφοντος, δηλαδή ότι δεν υπάρχει απλή γραμμική σχέση μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης και κόστους εργασίας.
Ο κύριος λόγος που οι συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας που χρησιμοποιούν το κόστος εργασίας είναι παραπλανητικές είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιούν μακροοικονομικά μεγέθη και όχι φυσικά (μικροοικονομικά) μεγέθη.
Οι συγκρίσεις παραγωγικότητας για να είναι λογικές πρέπει να γίνονται σε φυσικούς όρους, κάτι το οποίο προϋποθέτει ότι χρησιμοποιούμε τα ίδια προϊόντα. Για παράδειγμα αν η Ελλάδα και η Γερμανία παράγουν και οι δύο φραγκφούρτερ (η φέτα) και μόνο, θα μπορούσαμε εύκολα να συγκρίνουμε την παραγωγικότητα των εργατών τους. Αν στη Γερμανία 1 εκ. εργάτες παράγουν 1 δισ. φραγκφούρτερ, τότε η παραγωγικότητα είναι 1,000 φραγκφούρτερ κατά εργάτη. Αν στην Ελλάδα ο ίδιος αριθμός εργατών παράγει 0.5 δισ. φραγκφούρτερ, τότε η παραγωγικότητα εκεί είναι 500 φραγκφούρτερ κατά εργάτη. Σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσαμε εύκολα να πούμε ότι η Γερμανία είναι πιο ανταγωνιστική από την Ελλάδα, γιατί οι εργάτες της έχουν διπλάσια παραγωγικότητα από τους εργάτες στην Ελλάδα.
Στην πράξη όμως ο δείκτης που χρησιμοποιείται για τέτοιες συγκρίσεις είναι συνήθως ο λόγος του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές με το συνολικό αριθμό εργαζομένων. Αυτός ο δείκτης δεν είναι απλά ένας μέσος όρος των διάφορων εργασιακών κόστων σε μια οικονομία. Ο δείκτης αυτός στην ουσία είναι το προϊόν του μεριδίου της εργασίας στην παραγωγή με τον αποπληθωριστή (labour share in total output multiplied by the price deflator). Με άλλα λόγια αυτός ο δείκτης αντανακλά την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου.
Το συμπέρασμα που αμέσως μπορεί να εξαχθεί είναι το εξής. Οι πολιτικές που στοχεύουν να μειώσουν το εργασιακό κόστος, μειώνουν το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ - αυξάνοντας ταυτόχρονα το μερίδιο του κεφαλαίου - και μειώνουν την κατανάλωση. Και αυτό γιατί οι εργαζόμενοι συνήθως καταναλώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος τους σε σύγκριση με τους κεφαλαιοκράτες. Η μείωση της κατανάλωσης με τη σειρά της λειτουργεί ως τροχοπέδη στην ανάκαμψη και συχνά βαθαίνει την ύφεση.
Οι Felipe και Kumar δείχνουν ότι η αύξηση του εργασιακού κόστους στην περιφέρεια – με εξαίρεση την Ελλάδα – από το 1990 μέχρι το 2007 ήταν αποκλειστικά λόγω της αύξησης των τιμών. Στις 11 από τις 12 χώρες που εξετάζουν (που δυστυχώς δεν περιλαμβάνουν την Κύπρο), το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ έχει μειωθεί ή έχει μείνει σταθερό. Η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος είναι ότι – με εξαίρεση και πάλι την Ελλάδα – το μερίδιο του κεφαλαίου στην παραγωγή έχει αυξηθεί ή τουλάχιστον δεν έχει μειωθεί.
Με άλλα λόγια, αν θα μετράμε την ανταγωνιστικότητα μέσω του μέσου εργασιακού κόστους, συνεχίζουν οι συγγραφείς του άρθρου, πρέπει επίσης να ορίσουμε και τον όρο «μεσό κόστος κεφαλαίου» - δηλαδή το λόγο του κέρδους σε σχέση με την παραγωγικότητα του κεφαλαίου. Αυτό έχει μεγάλη σημασία διότι όταν μετράμε την ανταγωνιστικότητα μόνο μέσω του εργασιακού κόστους είναι σαν να απαιτούμε από τους εργαζομένους να σηκώσουν ολόκληρο το βάρος μιας αναπροσαρμογής. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί όμως ότι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας μπορεί να οφείλεται εξίσου - αν όχι και εξ’ολοκλήρου - στην ακρίβεια του κεφαλαίου - δηλαδή οι μηχανές μπορεί να είναι πολύ ακριβές σε σχέση με την παραγωγικότητά τους.
Παραθέτω πιο κάτω τον πίνακα που περιλαμβάνει συγκρίσεις κόστους κεφαλαίου και εργασίας για τις 12 χώρες που εξετάζουν στο άρθρο τους.
Table 1. Unit labour costs (ULC) and unit capital costs (UKC) in the Eurozone in 2007 relative to the respective levels in 1980 and 1995
Πηγή: Jesus Felipe and Utsav Kumar “Do some countries in the Eurozone need an internal devaluation? A reassessment of what unit labour costs really mean”, VOX-EU, 31 March 2011.
Είναι ξεκάθαρο ότι με εξαίρεση την Ελλάδα, το κόστος κεφαλαίου στην περιφέρεια έχει αυξηθεί περισσότερο από το εργασιακό κόστος. Αυτό ισχύει ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία που ήταν η μόνη χώρα που κατάφερε να μειώσει το εργασιακό κόστος κατά την περίοδο 1995-2007 (η Αυστρία κατάφερε να το συγκρατήσει).
Οι συγγραφείς εξηγούν επίσης γιατί οι συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας της περιφέρειας με τη Γερμανία είναι παραπλανητικές. Η Γερμανία παράγει πολύ πιο «πολύπλοκα» προϊόντα - σύμφωνα με τον ορισμό των Hidalgo and Hausmann - σε σύγκριση με τις χώρες της περιφέρειας. Η Γερμανία εξάγει το 12% των 10 πιο πολύπλοκων προϊόντων στον κόσμο. Επίσης οι εξαγωγές της Γερμανίας είναι συγκεντρωμένες στις πιο πολύπλοκες κατηγορίες προϊόντων, ενώ μόνο το 3.4% των προϊόντων που εξάγει είναι «απλά» σε σύγκριση με 33.1% των Ελληνικών προϊόντων και 22.1% των προϊόντων της Πορτογαλίας.
Πιο ορθολογικές θα ήταν οι συγκρίσεις με την Κίνα, που, όπως και η ευρωπαϊκή περιφέρεια, δεν παράγει τόσο πολύπλοκα προϊόντα. Εδώ οι συγγραφείς εξάγουν το πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα ότι η μείωση των ημερομισθίων στην ευρωπαϊκή περιφέρεια δεν θα είναι αποτελεσματική εκτός και αν είναι τόσο μεγάλη που θα τα μειώσει στο επίπεδο Κίνας. Δηλαδή και αν ακόμη μπορούσε η περιφέρεια να μειώσει τα ημερομίσθια κατά 30%, το μόνο που θα πετύχαινε είναι συμπίεση της ζήτησης.
Το τελικό και ίσως πλέον επίκαιρο συμπέρασμα του Felipe και Kumar έχει να κάνει με τη συζήτηση που γίνεται για την ανάγκη να μειωθεί το εργασιακό κόστος, η οποία βασίζεται στη - λανθασμένη - πεποίθηση ότι αυτή θα αυξήσει την ανάπτυξη. Αυτή η πεποίθηση είναι ακόμη ένα δείγμα νεοφιλελεύθερου δογματισμού, ο οποίος προτιμά να αγνοεί την πραγματικότητα. Στη βιβλιογραφία η εμπειρία που έχουμε πάνω στο θέμα αυτό έχει το όνομα «το παράδοξο Kaldor» (Kaldor’s paradox). O Kaldor – ο οποίος ήταν ένας από τους «μαθητές» του Keynes στο Cambridge - είχε δείξει ότι τη μεταπολεμική περίοδο οι χώρες που παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση του εργασιακού τους κόστους ήταν οι ίδιες που είχαν και τη μεγαλύτερη αύξηση στο μερίδιο της αγοράς στο εμπόριο. Παρόμοια αποτελέσματα είχε δείξει και ο Fagerberg to 1996.
Κατά τη δική μου άποψη, το παράδοξο Kaldor δεν είναι και τόσο παράδοξο. Ούτε και χρειάζεται περίεργα οικονομικά μοντέλα για να εξηγηθεί. Απλούστατα, η αντιμετώπιση του εργαζομένου από τον εργοδότη ως κόστος παραγωγής που πρέπει να συμπιεσθεί, με τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις και τις συγκρούσεις που δημιουργεί μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει στην παραγωγικότητα. Σε αντίθεση, η αντιμετώπιση του εργαζομένου ως παραγωγικού πόρου και ως δυναμική πηγή καινοτομιών μπορεί να έχει πολλά θετικά οφέλη, όπως έχει δείξει και η σύγχρονη Νέο-Κευνσιανή θεωρία (efficiency wage theory).
*Jesus Felipe and Utsav Kumar “Do some countries in the Eurozone need an internal devaluation? A reassessment of what unit labour costs really mean”, VOX-EU, 31 March 2011.
9 σχόλια
30/05/2011
on Χρήσιμο άρθρο για αυτούς που ζητούν να μειωθούν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων.
Χρήσιμο και για αυτούς που διευκολύνουν τους εργοδότες στο να φέρνουν ξένο εργατικό προσωπικό από Ευρώπη και τρίτες χώρες.
Άραγε με το να επιμένουμε η ανάπτυξη να είναι στις οικοδομές και στις λεωφόρους παρά στην οικονομία της γνώσης, βοηθούμε στην μείωση της ανταγωνιστικότητας με το να εργοδοτούμε φτηνό ξένο εργατικό (low tech)και οι απόφοιτοι πανεπιστημίων (high tech) να υπο-εργάζονται σε περιστασιακές εργασίες;
Χρήσιμο και για αυτούς που διευκολύνουν τους εργοδότες στο να φέρνουν ξένο εργατικό προσωπικό από Ευρώπη και τρίτες χώρες.
Άραγε με το να επιμένουμε η ανάπτυξη να είναι στις οικοδομές και στις λεωφόρους παρά στην οικονομία της γνώσης, βοηθούμε στην μείωση της ανταγωνιστικότητας με το να εργοδοτούμε φτηνό ξένο εργατικό (low tech)και οι απόφοιτοι πανεπιστημίων (high tech) να υπο-εργάζονται σε περιστασιακές εργασίες;
30/05/2011
on These are useful comparisons for private sector competitiveness, but not for the public sector. Given that the "product" for the public sector is more or less the same across countries, it makes a lot of sense to try checking the increase in the state payroll.
30/05/2011
on Συμφωνώ ότι η έμπρακτη αναγνώριση της αξίας ενός μισθωτού-υπαλλήλου, που στην πιο απλή και κατανοητή μορφή της είναι μια αύξηση μισθού, μόνο θετική επίδραση μπορεί να έχει στην παραγωγικότητά του. Το να αξιολογείται κανείς αντικειμενικά από τον εργοδότη του και να του αναγνωρίζονται τα οποιαδήποτε προτερήματά του έναντι των συναδέλφων του, σίγουρα προσφέρει ένα αίσθημα ικανοποίησης στον εργαζόμενο με θετικά οφέλη τόσο για τον ίδιο όσο και τον εργοδότη του, ειδικά αν αυτή η αναγνώριση είναι έμπρακτη όπως αναφέρω πιο πάνω.
Δυστυχώς τα πιο πάνω, καθώς επίσης και τα συμπεράσματα του άρθρου, δεν βρίσκουν εφαρμογή στον Κύπριο Δημόσιο Υπάλληλο. Στο Κυπριακό Δημόσιο Τομέα όλοι αξιολογούνται με άριστα, κανένας δεν κινδυνεύει να χάσει την δουλειά του (παρόλο που κάποιοι υποπίπτουν συχνά πυκνά σε σημαντικά λάθη), κανένας δεν θα πάρει αύξηση ή οποιαδήποτε άλλη αναγνώριση παρόλο που μπορεί αποδεδειγμένα να είναι πολύ καλύτερος από τους συναδέλφους του, προαγωγή θα πάρει αυτός με τις ισχυρότερες γνωριμίες (αφού όλοι είναι άριστοι, το μόνο άλλο κριτήριο που μένει είναι τα καλά λόγια που θα ειπωθούν για κάποιον από τον Χ Υ επώνυμο) και πάει λέγοντας.
Έχω τις αμφιβολίες μου κατά πόσο μια μείωση μισθών στο Δημόσιο Τομέα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά από την άλλη είμαι 100% βέβαιος ότι σε καμία περίπτωση οι γενικές αυξήσεις μισθών (σε τακτά χρονικά διαστήματα ανεξάρτητα των επιδόσεων της οικονομίας του τόπου) και τα προνόμια που απολαμβάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι τους έχουν κάνει πιο παραγωγικούς (και κατ'επέκταση την οικονομία του τόπου ανταγωνιστικότερη). Το αντίθετο μάλιστα, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους καθώς επίσης και της γενικής νοοτροπίας μας σαν λαός ότι εμείς είμαστε οι καλύτεροι και κανένας άλλος, έχουν οδηγήσει στη μείωση της παραγωγικότητας του δημοσίου τομέα και στην αίσθηση των υπαλλήλων του δημοσίου ότι το ύψος του μισθού τους και τα υπόλοιπα οφέλη που απολαμβάνουν, το μέγεθος των οποίων η πλειοψηφία δεν αντιλαμβάνεται και άρα δεν εκτιμά, δεν είναι επαρκή.
Αυτά ως τροφή για σκέψη. Σχόλια ευπρόσδεκτα
Δυστυχώς τα πιο πάνω, καθώς επίσης και τα συμπεράσματα του άρθρου, δεν βρίσκουν εφαρμογή στον Κύπριο Δημόσιο Υπάλληλο. Στο Κυπριακό Δημόσιο Τομέα όλοι αξιολογούνται με άριστα, κανένας δεν κινδυνεύει να χάσει την δουλειά του (παρόλο που κάποιοι υποπίπτουν συχνά πυκνά σε σημαντικά λάθη), κανένας δεν θα πάρει αύξηση ή οποιαδήποτε άλλη αναγνώριση παρόλο που μπορεί αποδεδειγμένα να είναι πολύ καλύτερος από τους συναδέλφους του, προαγωγή θα πάρει αυτός με τις ισχυρότερες γνωριμίες (αφού όλοι είναι άριστοι, το μόνο άλλο κριτήριο που μένει είναι τα καλά λόγια που θα ειπωθούν για κάποιον από τον Χ Υ επώνυμο) και πάει λέγοντας.
Έχω τις αμφιβολίες μου κατά πόσο μια μείωση μισθών στο Δημόσιο Τομέα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά από την άλλη είμαι 100% βέβαιος ότι σε καμία περίπτωση οι γενικές αυξήσεις μισθών (σε τακτά χρονικά διαστήματα ανεξάρτητα των επιδόσεων της οικονομίας του τόπου) και τα προνόμια που απολαμβάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι τους έχουν κάνει πιο παραγωγικούς (και κατ'επέκταση την οικονομία του τόπου ανταγωνιστικότερη). Το αντίθετο μάλιστα, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους καθώς επίσης και της γενικής νοοτροπίας μας σαν λαός ότι εμείς είμαστε οι καλύτεροι και κανένας άλλος, έχουν οδηγήσει στη μείωση της παραγωγικότητας του δημοσίου τομέα και στην αίσθηση των υπαλλήλων του δημοσίου ότι το ύψος του μισθού τους και τα υπόλοιπα οφέλη που απολαμβάνουν, το μέγεθος των οποίων η πλειοψηφία δεν αντιλαμβάνεται και άρα δεν εκτιμά, δεν είναι επαρκή.
Αυτά ως τροφή για σκέψη. Σχόλια ευπρόσδεκτα
30/05/2011
on There seems to be a mis-understanding in some of the comments above, as they seem to suggest the analysis is only about public sector wages and salaries.
The analysis does not in fact distinguish between public and private sectors. Indeed, throughout the periphery the public sector has been leading the way in terms of wage and salary cuts - Cyprus perhaps being the exception, due to its problems being less severe than elsewhere.
In Greece, I am told by fellow academics in the publis sector that they have lost two monthly salaries out of 13 i.e. a 15% annual salary cut. On top of that many have lost various allowances, nearing 50% of their income. According to the EC, unit labour costs in Greece in 2010 have fallen by over 6.0% (yet no sign of growth), suggesting that private sector wages haven't fallen much.
This, friends, is now targeted at wages and salaries in the private sector. My main point above is that this, according to many economists, is the only way to restore 'competitiveness' within a currency union.
My view is that the attempt to cut wages in the private sector is doomed to fail, not least because of lack of coordination between different groups of workers in the private sector (no one wants to see their relative wages decline). Keynes called this downward nominal wage rigidity. Chicago economists are determined to test it out. We'll see who is right.
The analysis does not in fact distinguish between public and private sectors. Indeed, throughout the periphery the public sector has been leading the way in terms of wage and salary cuts - Cyprus perhaps being the exception, due to its problems being less severe than elsewhere.
In Greece, I am told by fellow academics in the publis sector that they have lost two monthly salaries out of 13 i.e. a 15% annual salary cut. On top of that many have lost various allowances, nearing 50% of their income. According to the EC, unit labour costs in Greece in 2010 have fallen by over 6.0% (yet no sign of growth), suggesting that private sector wages haven't fallen much.
This, friends, is now targeted at wages and salaries in the private sector. My main point above is that this, according to many economists, is the only way to restore 'competitiveness' within a currency union.
My view is that the attempt to cut wages in the private sector is doomed to fail, not least because of lack of coordination between different groups of workers in the private sector (no one wants to see their relative wages decline). Keynes called this downward nominal wage rigidity. Chicago economists are determined to test it out. We'll see who is right.
30/05/2011
on Chicago economists? Ποιοι είναι αυτοί; Έχει μείνει κανένας;
01/06/2011
on You can start at the ECB and its hierarchical mandate that attaches 0 weight to unemployment andfinancial instability, if inflation is even slightly above target. Only the most extreme form of Chicago-style economics can come up with such a mandate, although of course its origin is not the US but Germany.
01/06/2011
on Η σημασία της ανάλυσης των Felipe-Kumar είναι ότι η σύγκριση μοναδιαίου κόστους εργασίας μεταξύ χωρών είναι προβληματική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας εξαφανίζεται δια μαγείας.
Έλλειψη ανταγωνιστικότητας σημαίνει ότι η σχέση μεταξύ της αξίας των προϊόντων που παράγει μια χώρα σε σχέση με το κόστος παραγωγής τους δεν είναι ικανοποιητική. Αυτή η σχέση μπορεί να αλλάξει με δύο τρόπους: είτε να αυξηθεί η ποιότητα, είτε να μειωθεί το κόστος. Το καλύτερο είναι να αυξηθεί η ποιότητα, όμως για αυτό χρειάζονται επενδύσεις από το κράτος σε υποδομές και από τους ιδιώτες σε παραγωγικό κεφάλαιο. Το πρόβλημα είναι ότι οι επενδύσεις χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν, ενώ παράλληλα το σημερινό οικονομικό κλίμα δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό.
Συνεπώς αν δεν συμμαζευτούμε λίγο θα έχουμε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα.
Το επιχείρημα ότι οι μισθοί στο δημόσιο πρέπει να συνεχίζουν να αυξάνονται με παράλογους ρυθμούς διαφορετικά θα πληγεί η ανάπτυξη εξυπηρετεί απλώς τους ΔΥ και δεν έχει λογική βάση. Η οικονομία δεν μπορεί να στηρίζεται στην κατανάλωση. Κάποιοι πρέπει να παράγουν κιόλας. Αν ήταν τόσο απλά τα πράγματα θα δίναμε αύξηση 20% ετησίως και η οικονομία θα πετούσε. Αλλά αν είναι να δώσουμε, γιατί να τα δώσουμε στους ΔΥ; Ας τα δώσουμε στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα που αμείβονται πολύ λιγότερο και θα ξοδέψουν περισσότερα από αυτά που θα πάρουν, και άρα θα βοηθήσουν περισσότερο την οικονομία.
Έλλειψη ανταγωνιστικότητας σημαίνει ότι η σχέση μεταξύ της αξίας των προϊόντων που παράγει μια χώρα σε σχέση με το κόστος παραγωγής τους δεν είναι ικανοποιητική. Αυτή η σχέση μπορεί να αλλάξει με δύο τρόπους: είτε να αυξηθεί η ποιότητα, είτε να μειωθεί το κόστος. Το καλύτερο είναι να αυξηθεί η ποιότητα, όμως για αυτό χρειάζονται επενδύσεις από το κράτος σε υποδομές και από τους ιδιώτες σε παραγωγικό κεφάλαιο. Το πρόβλημα είναι ότι οι επενδύσεις χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν, ενώ παράλληλα το σημερινό οικονομικό κλίμα δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό.
Συνεπώς αν δεν συμμαζευτούμε λίγο θα έχουμε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα.
Το επιχείρημα ότι οι μισθοί στο δημόσιο πρέπει να συνεχίζουν να αυξάνονται με παράλογους ρυθμούς διαφορετικά θα πληγεί η ανάπτυξη εξυπηρετεί απλώς τους ΔΥ και δεν έχει λογική βάση. Η οικονομία δεν μπορεί να στηρίζεται στην κατανάλωση. Κάποιοι πρέπει να παράγουν κιόλας. Αν ήταν τόσο απλά τα πράγματα θα δίναμε αύξηση 20% ετησίως και η οικονομία θα πετούσε. Αλλά αν είναι να δώσουμε, γιατί να τα δώσουμε στους ΔΥ; Ας τα δώσουμε στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα που αμείβονται πολύ λιγότερο και θα ξοδέψουν περισσότερα από αυτά που θα πάρουν, και άρα θα βοηθήσουν περισσότερο την οικονομία.
01/06/2011
on Συμφωνώ ότι η αύξηση της ποιότητας είναι μιά διέξοδος αλλά θα έβλεπα επενδύσεις όχι μόνο από το δημόσιο τομέα αλλά και από τον ιδιωτικό, ιδιαίτερα στην Κύπρο, όπου έχω δεί αρκετά 'κουρασμένα' ξενοδοχεία 5* κλπ.
Κανένας δεν εισηγείται οτι τα σημερινά προβλήματα θα λυθούν με αυξήσεις μισθών.
Το ζητούμενο είναι κατά πόσον οι μειώσεις μισθών τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα. Η δική τους άποψη, με την οποία συμφωνώ, είναι όχι εκτός και αν κατέλθουν στο επίπεδο Κινας...Προσθέτω επισης την κοινωνικη αναταραχή που έχουν την τάση να δημιουργούν, όπως και άλλλα κοινωνικά προβλήματα, γιά να μη μιλήσουμε και γιά τα προβλήματα με μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις τράπεζες. Η μείωση των μισθών είναι η απαρχή ενός φαύλου κύκλου οικονομικής συρρίκνωσης και κοινωνικής εξαθλίωσης...
Κανένας δεν εισηγείται οτι τα σημερινά προβλήματα θα λυθούν με αυξήσεις μισθών.
Το ζητούμενο είναι κατά πόσον οι μειώσεις μισθών τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα. Η δική τους άποψη, με την οποία συμφωνώ, είναι όχι εκτός και αν κατέλθουν στο επίπεδο Κινας...Προσθέτω επισης την κοινωνικη αναταραχή που έχουν την τάση να δημιουργούν, όπως και άλλλα κοινωνικά προβλήματα, γιά να μη μιλήσουμε και γιά τα προβλήματα με μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις τράπεζες. Η μείωση των μισθών είναι η απαρχή ενός φαύλου κύκλου οικονομικής συρρίκνωσης και κοινωνικής εξαθλίωσης...
02/06/2011
on Ευχαριστώ για το σχόλιο κε Δημητριάδη. Για την ανάγκη για επενδύσεις από ιδιώτες συμφωνώ, το ανάφερα κι εγώ στο δικό μου σχόλιο πιο πάνω. Όμως για να επενδύσουν οι ιδιώτες πρέπει να βλέπουν και προοπτική να έχουν κάποια απόδοση. Με τα υφιστάμενα δεδομένα, ποιος θα επενδύσει; Το κράτος πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία να κάνει τις απαραίτητες επενδύσεις σε υποδομές, και ο ιδιωτικός τομέας θα ακολουθήσει. Εδώ είναι που φέρει ευθύνη το κράτος γιατί δεν έκανε τίποτα τόσα χρόνια.
Η μείωση των μισθών δεν είναι η καλύτερη επιλογή. Αν όμως δεν συμμαζευτούμε, θα είναι η μόνη επιλογή. Η Ελλάδα είναι κοντά.
Η μείωση των μισθών δεν είναι η καλύτερη επιλογή. Αν όμως δεν συμμαζευτούμε, θα είναι η μόνη επιλογή. Η Ελλάδα είναι κοντά.