Ανοιχτή Επιστολή προς Επιτροπή Οικονομικών – Βουλή των Αντιπροσώπων
Θέμα: Έκτακτη Φορολογία Τραπεζικών Υπερκερδών
Σε συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής στις 7 Οκτωβρίου 2024 συζητήθηκε η πρόταση του ΓΓ του ΑΚΕΛ Στέφανου Στεφάνου για επιβολή προσωρινής φορολόγησης 5% στα αυξημένα καθαρά έσοδα από τόκους των κυπριακών τραπεζών. Τα έσοδα θα χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση «Ταμείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Υποστήριξης Δανειοληπτών».
Μερικοί βουλευτές, εκπρόσωποι της Κυβέρνησης, της Κεντρικής Τράπεζας, του Δημοσιονομικού Συμβουλίου και του Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου εξέφρασαν τις ακόλουθες επιφυλάξεις για τη φορολογική πρόταση.
Επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη
Υπήρχαν αβάσιμοι ισχυρισμοί ότι το προτεινόμενο τέλος επί των τραπεζικών κερδών θα έβλαπτε σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα των κυπριακών τραπεζών να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη, υπονοώντας ότι οι συνεχιζόμενες δραστηριότητες των τραπεζών συνεισφέρουν θετικά στην καλή απόδοση της κυπριακής οικονομίας.
Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει. Αντί να συνεισφέρουν στην οικονομία και στην κοινωνία παρέχοντας στους δανειολήπτες δάνεια με λογικά επιτόκια, οι τράπεζες αποκομίζουν ασυνήθιστα υψηλά κέρδη επιβάλλοντας υπέρογκα επιτόκια και επιβαρύνσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Δημιουργούνται επίσης ακόμη μεγαλύτερα κέρδη από τις τράπεζες λόγω της επένδυσης μεγάλων ποσοστών των τεράστιων αποθεμάτων τους σε μετρητά στην ΕΚΤ, αποκομίζοντας σημαντικά έσοδα από τόκους. Οι κυπριακές τράπεζες δεν χρησιμοποιούν τους πόρους τους τόσο παραγωγικά όσο άλλες συστημικά σημαντικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ, οι οποίες μέχρι το τέλος Ιουνίου 2024 είχαν χρησιμοποιήσει το 61% του ενεργητικού τους σε δάνεια και χορηγήσεις. Αυτό σε σύγκριση με μόνο το 41% για όλες τις κυπριακές τράπεζες[1].
Το 2023 οι κυπριακές τράπεζες αύξησαν τα κέρδη τους κατά 744% φτάνοντας σχεδόν 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ καταθέτοντας πάνω από το 30% του ενεργητικού τους στην ΕΚΤ «κερδίζοντας» έως και επιτόκιο 4%. Εκτιμήσεις που βασίζονται κυρίως στις οικονομικές καταστάσεις της Τράπεζας Κύπρου και της Ελληνικής Τράπεζας δείχνουν ότι η αύξηση των εσόδων από τόκους από την ΕΚΤ ήταν περίπου 660 εκατ. ευρώ το 2023, δηλαδή ισοδυναμεί με περίπου 60% της αύξησης της ανόδου τους σε κέρδη. Και το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι κυπριακές τράπεζες συνέχισαν να καταγράφουν ασυνήθιστα υψηλά κέρδη, συνολικού ύψους 603 εκατομμυρίων ευρώ λόγω των σημαντικών εσόδων από τόκους από τις πολύ μεγάλες καταθέσεις μετρητών τους στην ΕΚΤ.
Επιπλέον, η πάγια πρακτική των τραπεζών να χορηγούν δάνεια με βάση την εξασφάλιση του δανειολήπτη και όχι με τη σωστή εκτίμηση της ικανότητάς τους να αποπληρώσουν τα δάνεια τους, μαζί με την αύξηση των επιτοκίων των δανείων έχουν ως αποτέλεσμα πολλά δάνεια να γίνονται μη εξυπηρετούμενα, οδηγώντας τις τράπεζες να πουλούν αυτά τα δάνεια αλλά και τις σχετικές εξασφαλίσεις ακινήτων με κέρδος σε τρίτους.
Αποτροπή ξένων επενδύσεων
Υποστηρίχθηκε ότι εάν μειωθούν τα τραπεζικά κέρδη, θα υπάρξουν λιγότερα κίνητρα για επενδύσεις στις κυπριακές τράπεζες και στην οικονομία γενικότερα. Όμως, τα κέρδη των κυπριακών τραπεζών ήταν εξαιρετικά υψηλά από το 2022 και μετά, με κέρδη 1,2 δισ. ευρώ και απόδοση ιδίων κεφαλαίων 24,6% το 2023 σε σύγκριση με μέση απόδοση 9,7% για συστημικά σημαντικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ. Η φορολογική πρόταση θα μείωνε μόνο τα κέρδη κατά περίπου 100 εκατομμύρια ευρώ κατά τη διετία 2024 και 2025. Μια τόσο μικρή μείωση δεν θα απέτρεπε ξένες οντότητες από το να επενδύσουν στην Κύπρο.
Θέτει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα
Με βάση τα τεράστια ποσά μετρητών και ταμειακών υπολοίπων στην ΚΤΚ και την ΕΚΤ όπως και τα πλεονάζοντα αποθεματικά άνω των 6 δισ. ευρώ, οι κυπριακές τράπεζες είχαν δείκτη κάλυψης ρευστότητας 328% στις 30 Σεπτεμβρίου 2024, τον υψηλότερο στην Ευρώπη. Και μαζί με τους επαρκείς δείκτες κεφαλαίου τους, οι κυπριακές τράπεζες είναι οικονομικά υγιείς και είναι σε θέση να αντέξουν μικρές μειώσεις στα άφθονα κέρδη και τα κεφάλαιά τους.
Υπάρχει λόγος να καθυστερήσει η επιβολή έκτακτης φορολογίας;
Ο επικεφαλής του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Μιχάλης Περσιάνης δήλωσε ότι η μόνιμη φορολόγηση των τραπεζικών κερδών θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο μιας γενικής φορολογικής μεταρρύθμισης. Όμως, καθώς μια τέτοια μεταρρύθμιση θα μπορούσε να πάρει χρόνια για να εφαρμοστεί, οι καθυστερήσεις στην επιβολή φορολογικής υποχρέωσης των τραπεζών θα συμβάλει στη σιωπηρή ενθάρρυνση προς τις τράπεζες να συνεχίσουν να αποκομίζουν υπερβολικά κέρδη από δραστηριότητες και επιβαρύνσεις που δεν ωφελούν αλλά αντίθετα επιβαρύνουν επιχειρήσεις και την κοινωνία.
Επιπλέον, συμφωνήθηκε από τους βουλευτές ότι η Επιτροπή Οικονομικών θα πρέπει να ζητήσει Γνώμη από την ΕΚΤ για αυτό το έκτακτο φορολογικό θέμα. Στην περίπτωση άλλων χωρών οι συμβουλές της ΕΚΤ προκάλεσαν καθυστέρηση στη θέσπιση του έκτακτου φόρου επί των τραπεζικών κερδών. Έτσι ελπίζουμε ότι δεν θα προκύψει μια αντίστοιχη κατάσταση για την Κύπρο και ότι μπορεί να προγραμματιστεί το συντομότερο μια σύνοδος ολομέλειας για τον προτεινόμενο έκτακτο φόρο.
Καταληκτικά Σχόλια
Συνεπώς, η ουσία είναι ότι οι κυπριακές τράπεζες έχουν αποκομίσει ασυνήθιστα υπερκέρδη από δραστηριότητες από δραστηριότητες που δεν χρηματοδοτούν την οικονομική ανάπτυξη και δεν στηρίζουν την κοινωνία, όπως η επένδυση στην ΕΚΤ μεγάλων ποσών των εσόδων τους και η πώληση δανείων -ακόμα και με σημαντική έκπτωση- σε τρίτους. Για αυτό και είναι αναγκαία η εισαγωγή ενός έκτακτου τέλους στα υπερκέρδη των κυπριακών τραπεζών για να επιστραφούν ορισμένα από τα κέρδη τους από μη παραγωγικές δραστηριότητες προς την κατεύθυνση της στήριξης των κυπριακών επιχειρήσεων και πολιτών. Η αφαίρεση ενός σχετικά μικρού ποσού κερδών με την επιβολή τέλους 5% στα καθαρά έσοδα από τόκους δεν θα παρεμπόδιζε σημαντικά την ικανότητα των τραπεζών -με τα άφθονα κεφάλαια και τα ασυνήθιστα μεγάλα κέρδη- να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, ούτε θα αποθαρρύνει τους πιθανούς επενδυτές. Ούτε, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα τεθεί σε κίνδυνο.