Η πλεονάζουσα ρευστότητα των τραπεζών εκτιμάται να υποχωρήσει περαιτέρω και θα προκύψουν περισσότερες ανάγκες χρηματοδότησης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σε blog που υπογράφουν οι Tom Hudepohl, Pamina Karl, Tobias Linzert, Benoit Nguyen, Marta Skrzypińska και Lia Vaz Cruz, αναφέρεται ότι η μείωση της πλεονάζουσας ρευστότητας προχωρά, γεγονός που ώθησε τις τράπεζες να αξιοποιήσουν πηγές χρηματοδότησης που βασίζονται στην αγορά.
Σε αυτό το πλαίσιο, υποδεικνύεται, τα εξασφαλισμένα χρηματοδοτικά μέσα, όπως οι αγορές repo και καλυμμένων ομολόγων, ήταν σημαντικά για την υποστήριξη της αναδιανομής της πλεονάζουσας ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης.
«Θα προκύψουν περισσότερες ανάγκες χρηματοδότησης καθώς η πλεονάζουσα ρευστότητα μειώνεται περαιτέρω και η πλεονάζουσα ρευστότητα παραμένει άνισα κατανεμημένη εντός και μεταξύ των χωρών. Αυτό θα απαιτήσει περαιτέρω ανακατανομή της ρευστότητας σε μεγαλύτερη κλίμακα από ό,τι παρατηρείται σήμερα», τονίζεται.
Σύμφωνα με τους συντάκτες, οι πρόσφατα ανακοινωθείσες αλλαγές στο λειτουργικό πλαίσιο αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των αντίστοιχων προκλήσεων, προσφέροντας τυπικές πράξεις αναχρηματοδότησης με σταθερό επιτόκιο πλήρους κατανομής με χαμηλότερο περιθώριο 15 bps μεταξύ του επιτοκίου του MRO και της διευκόλυνσης καταθέσεων από τις 18 Σεπτεμβρίου 2024.
Το περιθώριο θα δώσει κίνητρο για υποβολή προσφορών στις εβδομαδιαίες πράξεις, έτσι ώστε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς χρήματος να είναι πιθανό να εξελιχθούν κοντά στο επιτόκιο της διευκόλυνσης καταθέσεων και, επομένως, να περιορίσουν τα πιθανά περιθώρια αστάθειας στα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς χρήματος.
Ταυτόχρονα, θα αφήσει περιθώρια για δραστηριότητα στην αγορά χρήματος και θα δώσει κίνητρα στις τράπεζες να αναζητήσουν χρηματοδότηση βάσει της αγοράς.
Όπως τονίζεται, καθώς προχωρά η μείωση της πλεονάζουσας ρευστότητας, οι τυπικές πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος προορίζονται να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην κάλυψη των αναγκών ρευστότητας των τραπεζών και η χρήση τους από τις τράπεζες αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ομαλής εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής.
Κατά τη διάρκεια και μετά την πανδημία του COVID-19, το Ευρωσύστημα αγόρασε μεγάλες ποσότητες ομολόγων και δάνεισε ρευστότητα στις τράπεζες με ευνοϊκά επιτόκια. Αυτά τα μέτρα εξασφάλισαν ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης για τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης και την επίτευξη της εντολής της ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τιμών όταν ο πληθωρισμός ήταν κάτω του στόχου.
Ταυτόχρονα, τα μέτρα διοχέτευσαν μεγάλα ποσά ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα πολύ πέρα από την απαιτούμενη από τις τράπεζες ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας. Ως εκ τούτου, η πλεονάζουσα ρευστότητα αυξήθηκε σημαντικά, φθάνοντας στο ανώτατο όριο των €4,7 τρισ. τον Νοέμβριο του 2022. Έκτοτε, ο ισολογισμός της κεντρικής τράπεζας ομαλοποιείται και με τη σειρά της η πλεονάζουσα ρευστότητα μειώθηκε κατά 31% σε €3,2 τρισ. τον Μάιο του 2024.
Αναφέρεται ακόμη ότι η πλεονάζουσα ρευστότητα αναμένεται να παραμείνει άφθονη για κάποιο χρονικό διάστημα λαμβάνοντας υπόψη τη σταδιακή μείωση στο μέλλον. Ωστόσο, τονίζεται, η εμπειρία πολλών κρίσεων, το αλλαγμένο ρυθμιστικό περιβάλλον και οι αυστηρότερες πρακτικές διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών υποδηλώνουν ότι οι τράπεζες θα θέλουν να διατηρήσουν περισσότερη ρευστότητα από τις κεντρικές τράπεζες ως απόθεμα ασφαλείας από πριν.
Φυσικά, το επιθυμητό ποσό επιπλέον αποθεματικών θα διαφέρει μεταξύ των τραπεζών και θα εξαρτηθεί από τις προτιμήσεις κινδύνου ή το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Επιπλέον, δεδομένου ότι η ρευστότητα κατανέμεται άνισα μεταξύ των τραπεζών, αντανακλώντας τις διαφορετικές ανάγκες ρευστότητας και τα επιχειρηματικά μοντέλα στην ευρωζώνη και τις τράπεζες, ορισμένες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ελλείψεις ρευστότητας πολύ νωρίτερα από άλλες.
«Αυτό εγείρει το ερώτημα πώς οι τράπεζες προσαρμόζονται σε ένα περιβάλλον χαμηλότερης συνολικής ρευστότητας και εάν η ρευστότητα ρέει αποτελεσματικά από τράπεζες με ακόμα άφθονη ρευστότητα σε εκείνες με αναδυόμενες ανάγκες ρευστότητας», υπογραμμίζεται.
«Εάν μια τέτοια αναδιανομή ήταν απομειωμένη και οι τράπεζες ήταν ταυτόχρονα απρόθυμες να δανειστούν από την ΕΚΤ στις συνήθεις πράξεις αναχρηματοδότησης, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει ελλείψεις ρευστότητας, αστάθεια στα επιτόκια της αγοράς χρήματος και τελικά να παρεμποδίσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής», αναφέρεται.
Κρίσιμο κανάλι οι αγορές repo
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι αγορές repo υπήρξαν ένα κρίσιμο κανάλι για την αποτελεσματική κατανομή της ρευστότητας μεταξύ των τραπεζών. Σε αυτήν την αγορά υψηλής ρευστότητας, οι τράπεζες δανείζουν και δανείζονται μετρητά έναντι εξασφαλίσεων μεταξύ τους. Καθώς η πλεονάζουσα ρευστότητα μειώνεται, οι τράπεζες έχουν εμφανώς αυξήσει τη δραστηριότητά τους σε repo - ή τις λεγόμενες ασφαλείς αγορές χρήματος - ένα σημάδι ότι οι τράπεζες χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο αυτήν την αγορά για ενεργή διαχείριση ρευστότητας. Επίσης, η μη εξασφαλισμένη δραστηριότητα της διατραπεζικής αγοράς αυξήθηκε ελαφρά, αλλά παραμένει πολύ περιορισμένη σε μέγεθος, κυρίως λόγω του κόστους της από κανονιστική άποψη, και συγκεντρωμένη μεταξύ των γερμανικών τραπεζών.
Επιπλέον, τα καλυμμένα ομόλογα διαδραμάτισαν ιδιαίτερο ρόλο στη χρηματοδότηση και την αναδιανομή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης. Εν όψει των αποπληρωμών των Στοχευμένων Λειτουργιών Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης (TLTRO), οι τράπεζες αύξησαν τη χρηματοδότησή τους με βάση την αγορά, ιδίως μέσω της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων.
Τα καλυμμένα ομόλογα είναι εξασφαλισμένα τραπεζικά χρεόγραφα που καλύπτονται από χρέη του δημόσιου τομέα ή ενυπόθηκα δάνεια και όπου οι επενδυτές επωφελούνται από προστασία διπλής προσφυγής. Τα καλυμμένα ομόλογα, ως άλλα μέσα σταθερού εισοδήματος, έγιναν ιδιαίτερα ελκυστικά για τους επενδυτές όταν οι αποδόσεις κινήθηκαν υψηλότερα από το 2022. Είναι ενδιαφέρον ότι οι τράπεζες ήταν σημαντικός επενδυτής που απορροφούσε μεγάλο μέρος της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων άλλων τραπεζών. Καθώς οι τράπεζες έχουν επενδύσει σε καλυμμένα ομόλογα ομοτίμων τους, μεταξύ άλλων σε διαφορετικές δικαιοδοσίες, αυτό συνέβαλε περαιτέρω στην ανακατανομή της ρευστότητας εντός του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης.
Ρευστότητα κυπριακών τραπεζών και χρηματοδότηση
Σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα της Τρ. Κύπρου για το τρίμηνο του 2024, στις 31 Μαρτίου 2024, η Τράπεζα είχε χρηματοδότηση από κεντρικές τράπεζες ύψους €310 εκατ., η οποία αποτελείται από χρηματοδότηση από την ΕΚT και αφορά αποκλειστικά χρηματοδότηση από Στοχευμένες Πράξεις Πιο Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ) ΙΙΙ, σε σύγκριση με €2,044 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2023. Η τριμηνιαία μείωση ύψους 85% αντανακλά την πληρωμή ποσού ύψους €1.7 δις από την έβδομη πράξη ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ τον Μάρτιο 2024.
Το πλεόνασμα ρευστότητας στις 31 Μαρτίου 2024 ανήλθε σε €7,3 δισ. σε σύγκριση με €9,1 δισ. στις 31 Δεκεμβρίου 2023. Η μείωση στο πλεόνασμα ρευστότητας είναι λόγω της πληρωμής ποσού ύψους €1,7 δισ. από την έβδομη πράξη ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ τον Μάρτιο 2024. Εξαιρώντας το υπόλοιπο ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ ύψους €300 εκατ. (με ημερομηνία λήξης τον Ιούνιο 2024) και συμπεριλαμβάνοντας την έκδοση πράσινου ομολόγου υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ύψους €300 εκατ. τον Απρίλιο 2024, η ρευστότητα του Συγκροτήματος παραμένει σταθερή με το δείκτη κάλυψης ρευστότητας να ανέρχεται σε 315% και το πλεόνασμα ρευστότητας σε €7,3 δισ.
Όσον αφορά την Ελληνική Τράπεζα, η χρηματοδότηση από Κεντρικές τράπεζες στις 31 Μαρτίου 2024 ανήλθε σε €2,4 δισ., και παρέμεινε στα ίδια επίπεδα σε σύγκριση με τις 31 Δεκεμβρίου 2023. Τον Ιούνιο του 2021, λόγω των ευνοϊκών όρων δανεισμού και παρά την άνετη θέση ρευστότητας, η Τράπεζα συμμετείχε στην 8η σειρά δανεισμού σε Στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΜΑ ΙΙΙ) ύψους €2,3 δισ. Ο δανεισμός είναι για διάρκεια 3 ετών (26 Ιουνίου 2024) και η Τράπεζα έχει τη δυνατότητα αποπληρωμής (μερικώς ή πλήρως) σε τριμηνιαία βάση αρχίζοντας από τον Ιούνιο του 2022 και μετά. Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποφάσισε να τροποποιήσει τους ευνοϊκούς όρους δανεισμού του TLTRO από τις 23 Νοεμβρίου 2022 ορίζοντας το επιτόκιο δανεισμού ίσο με το μέσο επιτόκιο της Διευκόλυνσης Αποδοχής Καταθέσεων της ΕΚΤ από την ημερομηνία αυτή και μετά.
Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας της HB στις 31 Μαρτίου 2024 ανήλθε στο 580%, σε σύγκριση με 542% στις 31 Δεκεμβρίου 2023, που είναι πάνω από το ελάχιστο εποπτικό όριο του 100%. Στις 31 Μαρτίου 2024 το πλεόνασμα ρευστότητας ανήλθε σε €7,2 δισ., σε σύγκριση με €7,4 δισ. στις 31 Δεκεμβρίου 2023. Ο δείκτης ΔΚΡ στις Μαρτίου 2024, αναπροσαρμοσμένος για την πλήρη αποπληρωμή των TLTRO μειώνεται στο 553% περίπου.