Ηθική συμπεριφορά στον τομέα των επενδυτικών ταμείων
Καθώς ο κλάδος των επενδυτικών ταμείων στην Κύπρο συνεχίζει να επεκτείνεται και να καταγράφει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, η ευθύνη για υψηλά πρότυπα ηθικού επαγγελματισμού γίνεται πιο σημαντική από ποτέ. Οι επαγγελματίες σε θέματα επενδύσεων, σε όλα τα επίπεδα στον κλάδο των επενδυτικών ταμείων πρέπει να επιδεικνύουν υψηλή ηθική συμπεριφορά ώστε να διαφυλάξουν τη σωστή λειτουργία προς το συμφέρον των πελατών τους.
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να αναδείξει την ουσία της ηθικής συμπεριφοράς, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην τήρηση των σχετικών νομοθεσιών.
Είτε αναφέρονται σε Διευθυντές, Διαχειριστές, Θεματοφύλακες Αμοιβαίων Κεφαλαίων, Διανομείς και τις ίδιες τις εταιρείες διαχείρισης AIFM/UCITS («πάροχοι»), είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι σχετικές Οδηγίες για AIFMD, AIF and UCITS, διασφαλίζουν νομικά ότι όλοι οι πελάτες τυγχάνουν μεταχείρισης με δίκαιο και διαφανή τρόπο. Οι συγκεκριμένες Οδηγίες θεσπίζουν το πλαίσιο για τις δραστηριότητες των επενδυτικών ταμείων εντός της ΕΕ, εισάγοντας ένα λεπτομερές ρυθμιστικό καθεστώς το οποίο εμπερικλείει ένα ολοκληρωμένο σύνολο κανόνων. Παράλληλα, είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο κίνδυνος μη συμμόρφωσης με τις Οδηγίες μπορεί να προκαλέσει σοβαρές οικονομικές απώλειες και ζημιά στη φήμη των εμπλεκόμενων παρόχων υπηρεσιών.
Εισάγοντας την αναγκαιότητα της ηθικής, είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε γιατί ο κίνδυνος μη συμμόρφωσης ελλοχεύει εξαρχής. Ο κίνδυνος - μια μεγάλη απειλή για μια εταιρεία που μπορεί να προκύψει από παραβίαση του νόμου, του κώδικα δεοντολογίας ή των προτύπων πρακτικής - μπορεί να προκύψει όταν η ζήτηση από τους ενδιαφερόμενους (στην περίπτωσή μας επενδυτές κεφαλαίων) αυξηθεί απότομα, με αποτέλεσμα οι πάροχοι να έχουν μεγαλύτερη πίεση να αυξήσουν τις υπηρεσίες τους ώστε να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες και να παραμείνουν ανταγωνιστικοί. Αυτή η πίεση μπορεί να αναγκάσει τις εταιρείες να αγνοήσουν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους και να επικεντρωθούν στα βραχυπρόθεσμα κέρδη: Μια «στρατηγική» που παροτρύνει τους παρόχους να μην ενεργούν προς το συμφέρον των πελατών τους και να λειτουργούν χωρίς διαφάνεια ή ισότητα καθώς προσπαθούν να αντεπεξέλθουν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Παράλληλα, υπάρχουν και περιπτώσεις κατά τις οποίες άτομα του τομέα, επιδιώκουν να δημιουργούν εμπόδια για τους ανταγωνιστές τους, με αποτέλεσμα, και πάλι, να δίδουν λιγότερη σημασία στη εξυπηρέτηση των καλύτερων συμφερόντων των πελατών τους.
Όταν οι συμμετέχοντες στην αγορά αμελούν να δίδουν την πρέπουσα σημασία στην εξυπηρέτηση των πελατών τους και ενεργούν με μοναδικό γνώμονα το βραχυχρόνιο προσωπικό συμφέρον τους, τότε καλλιεργείται μη ηθική συμπεριφορά. Στην «Συμπεριφορική Χρηματοοικονομική» (Behavioral Finance) –μία επιστήμη που εξετάζει τα ψυχολογικά ζητήματα που επηρεάζουν τις αποφάσεις των επενδυτών και των επαγγελματιών- αναλύεται διεξοδικά η μη ηθική συμπεριφορά και τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι εμπλεκόμενοι. Συγκεκριμένα, αναγνωρίζεται ότι σε πολλές περιπτώσεις, οι καλοπροαίρετοι επαγγελματίες αντιμετωπίζουν κρυφούς κινδύνους και μπορεί να υποπέσουν σε «ηθικές παγίδες». Στον κλάδο των επενδυτικών ταμείων, οι επενδυτές, τόσο λιανικοί όσο και θεσμικοί, αναγνωρίζουν τη σημασία του ηθικού κώδικα των διαχειριστών των επενδύσεών τους. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου CFA που πραγματοποιήθηκε λίγο πριν την κρίση του Covid-19 σχετικά με το τι αναζητούν οι επενδυτές στον κλάδο διαχείρισης επενδύσεων, τα αποτελέσματα δεν ήταν τόσο προφανή όσο θα περίμενε κανείς. Η απόδοση δεν ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας με βάση τον οποίο επιλέγουν τους επαγγελματίες χρηματοοικονομικούς τους συμβούλους. Περισσότερο τους ενδιαφέρει αν ενεργούν ηθικά με ειλικρίνεια και διαφάνεια κι αν διαθέτουν συστήματα και δομές για να αποτρέπουν τέτοιες αποτυχίες. Επιπλέον, οι περισσότεροι λιανικοί επενδυτές (75%) πιστεύουν ότι οι χρηματοοικονομικοί τους σύμβουλοι υποχρεούνται νομικά να ενεργούν προς το συμφέρον του πελάτη πάνω από το δικό τους, ενώ μεταξύ των θεσμικών επενδυτών, μόνο το 25% πιστεύει ότι οι εταιρείες επενδύσεων με τις οποίες συνεργάζονται βάζουν πραγματικά τα συμφέροντα των πελατών πάνω από τα δικά τους.
Προκύπτει λοιπόν πως και στον τομέα των επενδυτικών ταμείων οι πάροχοι μπορεί να υποπέσουν σε παγίδες μη ηθικής πρακτικής με σκοπό την προώθηση των υπηρεσιών τους για βραχυπρόθεσμο κέρδος και αγνοώντας τη μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα έπρεπε αρχικά και πάντοτε να ακολουθούν.
Ένα σημαντικό παράδειγμα που έχει εξεταστεί και επισημανθεί κατά καιρούς είναι η διαφάνεια. Οι επενδυτές σε συλλογικές επενδύσεις υποστηρίζουν ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας που λαμβάνουν υπόψη κατά τη διάρκεια αξιολόγησης επενδυτικών ταμείων που θα προσθέσουν στο χαρτοφυλάκιό τους, είναι η διαφάνεια των τελών. Οι πάροχοι, ενεργώντας με καλή τη πίστει, πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν το πλήρες φάσμα των χρεώσεων χωρίς καμία «κρυμμένη» αμοιβή και προμήθεια. Οι εποπτικές Οδηγίες δίδουν ιδιαίτερη έμφαση στα πιο πάνω μέσω των λεπτομερών αναφορών που πρέπει να υποβάλλουν οι πάροχοι των υπηρεσιών, αλλά στο τέλος της μέρας, εναπόκειται στον κώδικα δεοντολογικής συμπεριφοράς τους ως όχι μόνο να αποκαλύπτουν πλήρως τις όποιες χρεώσεις, αλλά και να τις εξηγούν στους τελικούς επενδυτές τους.
Στο πρόσφατο παρελθόν, το Ινστιτούτο CFA, μέσω του πρώην Διευθύνοντος Συμβούλου και Προέδρου του Paul Smith, δήλωσε: «Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη διαφάνεια, λιγότερο περίπλοκα προϊόντα και καλύτερες ρυθμίσεις τελών. Πρέπει να αποδείξουμε στη βιομηχανία ότι αυτό δεν είναι αλτρουισμός, αλλά πραγματικό προσωπικό ενδιαφέρον». Μέσω της συγκεκριμένης αναφοράς, προκύπτει μια άλλη σημαντική πτυχή των ηθικών πράξεων: Αποφύγετε την πολυπλοκότητα. Οι επενδυτές, κυρίως από το λιανικό φάσμα χρειάζονται τους παρόχους υπηρεσιών να αποφεύγουν την πολυπλοκότητα και να προωθούν την απλότητα, καθώς έτσι μπορεί να επικρατήσει και ο προαναφερθείς παράγοντας της διαφάνειας. Οι πάροχοι, συμπεριλαμβανομένων στελεχών στο ανώτατο επιχειρησιακό επίπεδο μέχρι το προσωπικό στο αντίστοιχα χαμηλότερο, πρέπει να ενεργούν ηθικά προκειμένου να μετριάσουν τους κινδύνους μη διαφάνειας και αδικίας εναντίον των πελατών τους. Έτσι, προστίθεται ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας: αυτός της δίκαιης αντιμετώπισης (fairness). Οι επενδυτές χρειάζονται τους παρόχους τους να ενεργούν με δίκαιο τρόπο. Οι πάροχοι πρέπει να αντιμετωπίζουν δίκαια, αντικειμενικά και με ένα συστηματικό τρόπο όλους τους πελάτες, προκειμένου να μην παραβιάσουν τα ηθικά τους καθήκοντα προς αυτούς. Ένας επιπλέον παράγοντας της ηθικής συμπεριφοράς είναι η πιστότητα (loyalty). Οι πάροχοι πρέπει να ενεργούν προς όφελος των πελατών τους και όχι να ενεργούν με τρόπο που οι δεξιότητες και οι ικανότητές τους να στερούν την προστασία των πελατών, να δημιουργούν συγκρούσεις και να προκαλούν ζημιά.
Με δεδομένο ότι η ανήθικη συμπεριφορά μπορεί να αφορά τη διαφάνεια, την πολυπλοκότητα, τη δίκαιη αντιμετώπιση, την πιστότητα και γενικά όλες τις δραστηριότητες των επενδυτικών ταμείων, εντοπίζονται διάφορα εμπόδια, ένα από τα οποία είναι ο ηθικός εξορθολογισμός (moral rationalisation). Οι επαγγελματίες μπορούν να πέσουν στην παγίδα της λήψης μικρών μη ηθικών αποφάσεων τις οποίες τελικά δικαιολογούν και δεν τις θεωρούν ως επιβλαβείς για τους πελάτες τους. Ένας σημαντικός παράγοντας παρεμπόδισης της ηθικής συμπεριφοράς είναι η μη κατάλληλη οριοθέτηση, όπου οι επαγγελματίες μπορούν να παρακάμψουν ηθικές συνέπειες μιας απόφασης, αναγνωρίζοντας μόνο το οικονομικό αποτέλεσμα.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν ένα ζήτημα που μπορεί να γίνει πολύ σοβαρό για τη βιομηχανία επενδυτικών κεφαλαίων, εάν δεν ληφθούν σοβαρά υπόψη. Οι επαγγελματίες μπορούν να στραφούν στη νομοθεσία και να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν δομές και πρότυπα λειτουργίας. Ωστόσο, όπως δηλώνεται στο συγκεκριμένο άρθρο, η ηθική συμπεριφορά υπερβαίνει την εφαρμογή της νομοθεσίας. Θα ήταν σχεδόν αδύνατο να νομοθετηθεί και να ρυθμιστεί η λήψη ηθικών αποφάσεων και η ηθική συμπεριφορά. Ποια θα ήταν λοιπόν μια λύση ώστε όλοι οι πάροχοι να λειτουργούν με δεοντολογικό τρόπο προς όφελος των πελατών τους και της βιομηχανίας γενικότερα; Μια ξεκάθαρη μέθοδος θα ήταν η βιομηχανία να υιοθετήσει και να ακολουθήσει έναν κώδικα δεοντολογίας για την ηθική και τον επαγγελματισμό, που θα παρείχε καθοδήγηση στους παρόχους για να ανταπεξέλθουν στα ηθικά διλήμματα που μπορεί να προκύψουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες. Το Ινστιτούτο CFA δημιούργησε τον «Κώδικα Δεοντολογίας και Προτύπων Επαγγελματικής Συμπεριφοράς» τον οποίο πρέπει να ακολουθούν όλοι οι κάτοχοι του τίτλου πιστοποίησης CFA Charter. Είναι σημαντικό όπως οποιοσδήποτε κώδικας υιοθετηθεί, να περιλαμβάνει απτά παραδείγματα για τον τρόπο εφαρμογής του. Θα μπορούσε να εφαρμοστεί η μέθοδος «συμμόρφωση ή εξήγηση» (comply or explain) όπως είναι και οι σχετικές Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα εταιρικής διακυβέρνησης.
Ένας κώδικας δεοντολογίας μπορεί να αποτελέσει την ουσιαστική ηθική πυξίδα κάθε ατόμου που εργάζεται στη βιομηχανία η οποία δεν θα λειτουργεί μόνο ως καθοδήγηση, αλλά θα τους βοηθά να οικοδομήσουν αυτοελεγχόμενη δράση εταιρικής λειτουργίας. Οι πάροχοι πρέπει επίσης να συζητούν και να διερευνούν βέλτιστες πρακτικές σε σταθερή βάση, εξετάζοντας όμως και τις προοπτικές του πελάτη. Όχι μόνο σε επίπεδο βιομηχανίας. Τέλος, οι ηγέτες αυτών των οργανισμών πρέπει να αυξήσουν τα δικά τους πρότυπα και να επιδείξουν ηθικό θάρρος ώστε και οι υπόλοιποι να ακολουθήσουν και τελικά όλοι να ενεργούν προς το συμφέρον της πελατειακής τους βάσης, σ’ αυτήν την περίοδο ανάπτυξης για τα επενδυτικά ταμεία.
*Μέλος της Επιτροπής Ηθικής και Διαχείρισης Κινδύνου του CIFA, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και Πρόεδρος της Επιτροπής Advocacy του Χρηματοοικονομικού Συνδέσμου CFA Κύπρου