Ασφάλεια Δικαίου, διιστάμενη νομολογία και εκποιήσεις
Η ασφάλεια δικαίου είναι από τις σημαντικότερες νομικές αρχές και έχει να κάνει με το δικαίωμα που έχουμε όλοι μας, να γνωρίζουμε επακριβώς ποια είναι τα δικαιώματα μας και ποιες οι υποχρεώσεις μας, ούτως ώστε να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε αναλόγως και να προβαίνουμε σε πράξεις που αφορούν είτε την καταχώρηση αγωγών, είτε προσφυγών, είτε οιουδήποτε άλλου ένδικου βοηθήματος έχουμε στη διάθεση μας, αλλά και σε σχέση με το πότε θα πρέπει να αποδεχτούμε ένα δίκαιο συμβιβασμό.
Το ΕΔΔΑ σε απόφαση του, αποφάνθηκε εκ νέου για ένα ζήτημα που στην Κύπρο είναι δυστυχώς σύνηθες φαινόμενο και αποτελεί επικίνδυνη ρωγμή στην ολοκληρωμένη προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών που αποζητούν την προστασία από τα δικαστήρια σε σχέση με τα δικαιώματα τους αλλά και τις υποχρεώσεις τους.
Στην απόφαση του ΕΔΔΑ Société Anonyme Ahmet Nihat ihatzsan κατά της Τουρκίας 09.02.2021, σε σχέση με την αντιφατική νομολογία ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας, αποφάνθηκε ότι υπάρχει η θετική υποχρέωση του κράτους για άρση συγκρούσεων, που προκύπτουν από αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις, αλλιώς υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος για Δίκαιη δίκη.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Τουρκίας εξέδωσε αντιφατικές αποφάσεις σχετικά με τον τρόπο καθορισμού της ζημίας, ιδίως όσον αφορά τον ορισμό του διαφυγόντος κέρδους και το βάρος της απόδειξης σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών.
Κατά το ΕΔΔΑ, η ύπαρξη «ουσιαστικών» διαφορών στην εγχώρια νομολογία δεν αρκεί από μόνη της για να χαρακτηριστεί ως παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Επιπλέον αυτού, είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει μηχανισμούς για την εξάλειψη αυτών των νομολογιακών αντιφάσεων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εγχώρια τουρκικά δικαστήρια απέτυχαν να θέσουν τέρμα στην απόκλιση και αντιφατικότητα της νομολογίας, η οποία δεν οφειλόταν σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά αλλά σε διαφορετική ερμηνεία νομικών εννοιών.
Έκρινε, ως εκ τούτου, ότι οι εγχώριες αρχές αθέτησαν βασική τους θεσμική υποχρέωση και διαπίστωσε στην απόφασή του κατά της Τουρκίας, παραβίαση της βασικής νομικής αρχής περί δίκαιης δίκης (άρθρο 6 §1 της ΕΣΔΑ).
Η Ασφάλεια Δικαίου είναι τόσο σημαντική που ακόμα και στο πιο ψηλό επίπεδο σε σχέση με αυτήν, υπήρξε πριν ένα χρόνο σύγκρουση μεγατόνων, θα λέγαμε, που κυριολεκτικά προκάλεσε επικίνδυνες ρωγμές στο κοινοτικό οικοδόμημα και το Ενωσιακό Δίκαιο.
Στις 5/5/2020 το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, σε μια απαξιωτική θα λέγαμε απόφασή του για το Δικαστήριο της ΕΕ, ουσιαστικά ούτε καν εμμέσως, αλλά άμεσα, απέρριψε απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ του 2018, με την οποία αποφάνθηκε ότι η ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έγινε σύμφωνα με το Κοινοτικό Δίκαιο και σε μια πρωτοφανή τουλάχιστον κίνηση έδωσε μάλιστα και τρίμηνη προθεσμία στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συμμορφωθεί με την απόφαση του, παρακάμπτοντας επί της ουσίας το Δικαστήριο της ΕΕ!
Την ίδια μέρα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξέδωσε σκληρή ανακοίνωση, με την οποία ουσιαστικά απέρριψε τις αιτιάσεις του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και ξεκάθαρα δήλωσε ότι θα τηρήσει και θα εφαρμόσει την απόφαση του ΔΕΕ, το οποίο αποφάνθηκε ότι η ΕΚΤ ενεργεί εντός των εξουσιών και των δικαιωμάτων της.
https://www.ecb.europa.eu/press/pr/date/2020/html/ecb.pr200505~00a09107a9.en.html
«ECB takes note of German Federal Constitutional Court ruling and remains fully committed to its mandate
5 May 2020
The Governing Council received a preliminary briefing by the governor of the Bundesbank and by the legal department of the European Central Bank (ECB). The ECB takes note of today’s judgment by the German Federal Constitutional Court regarding the Public Sector Purchase Programme (PSPP).
The Governing Council remains fully committed to doing everything necessary within its mandate to ensure that inflation rises to levels consistent with its medium-term aim and that the monetary policy action taken in pursuit of the objective of maintaining price stability is transmitted to all parts of the economy and to all jurisdictions of the euro area.
The Court of Justice of the European Union ruled in December 2018 that the ECB is acting within its price stability mandate.”
Το Δικαστήριο της ΕΕ ξεκαθάρισε τη θέση του με επίσημη ανακοίνωση, δείχνοντας εμφανώς τη δυσαρέσκεια του και υποδεικνύοντας ότι η συμπεριφορά του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελεί τεράστιο κίνδυνο όσον αφορά την ασφάλεια δικαίου στα πλαίσια του Κοινοτικού Δικαίου, που αφορά τόσο τα κράτη μέλη αλλά και την ΕΕ ως νομικό πρόσωπο.
https://curia.europa.eu/…/pdf/2020-05/cp200058el.pdf
«Ως γενική παρατήρηση, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης».
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο, το οποίο ιδρύθηκε από τα κράτη μέλη για τον σκοπό αυτόν, είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει ότι μια πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης είναι αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο.
Τυχόν αποκλίσεις μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών όσον αφορά το κύρος των πράξεων των θεσμικών οργάνων θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ενότητα της έννομης τάξης της Ένωσης και να θίξουν τη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας του δικαίου.
Όπως και οι λοιπές αρχές των κρατών μελών, τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να εγγυώνται την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.
«Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να διασφαλισθεί η ισότητα των κρατών μελών εντός της Ένωσης, την οποία τα ίδια έχουν δημιουργήσει».
Έχω προσωπικά, ως δικηγόρος, χειριστεί πάρα πολλές υποθέσεις σε όλους τους κλάδους δικαίου που υπάρχει διιστάμενη νομολογία, τόσο από τα κατώτερα πρωτόδικα δικαστήρια, όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο, που δικάζει κατ’ έφεση.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τεράστια αυξητική τάση αυτής της πρακτικής, ιδίως σε σχέση με το νόμο για τις εκποιήσεις και πλειστηριασμούς, αφού οι πρωτόδικοι επαρχιακοί δικαστές για πληθώρα νομικών θεμάτων διαφωνούν μεταξύ τους και στην τελική το θέμα για το πού θα γείρει η πλάστιγγα έφτασε δυστυχώς - και λυπάμαι που το λέω - να εξαρτάται από το ποιος δικαστής θα χειριστεί μια υπόθεση.
Σε άρθρο μου στον Φιλελεύθερο στις 5/9/2021 είχα αναφερθεί επισταμένως και αναλυτικά στο πόσο βασική και θεμελιώδης είναι η ασφάλεια δικαίου η οποία είναι από τις σημαντικότερες νομικές αρχές και έχει να κάνει με το δικαίωμα που έχουμε όλοι μας, να γνωρίζουμε επακριβώς ποια είναι τα δικαιώματα μας και ποιες οι υποχρεώσεις μας, ούτως ώστε να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε αναλόγως και να προβαίνουμε σε πράξεις που αφορούν είτε την καταχώρηση αγωγών, είτε προσφυγών, είτε οιουδήποτε άλλου ένδικου βοηθήματος έχουμε στη διάθεση μας, αλλά και σε σχέση με το πότε θα πρέπει να αποδεχτούμε ένα δίκαιο συμβιβασμό.
Είχα καταγράψει μάλιστα και τη δική μου μαρτυρία η οποία πηγάζει από την εμπειρία μου μέσω της πληθώρας υποθέσεων που χειρίζομαι υπό την ιδιότητα μου ως δικηγόρος καθότι, έχω προσωπικά, ως δικηγόρος, χειριστεί πάρα πολλές υποθέσεις σε όλους τους κλάδους δικαίου που υπάρχει διιστάμενη νομολογία, τόσο από τα κατώτερα πρωτόδικα δικαστήρια, όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο, που δικάζει κατ’ έφεση.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τεράστια αυξητική τάση αυτής της πρακτικής, ιδίως σε σχέση με το νόμο για τις εκποιήσεις και πλειστηριασμούς, αφού οι πρωτόδικοι επαρχιακοί δικαστές για πληθώρα νομικών θεμάτων διαφωνούν μεταξύ τους και στην τελική το θέμα για το πού θα γείρει η πλάστιγγα έφτασε δυστυχώς - και λυπάμαι που το λέω - να εξαρτάται από το ποιος δικαστής θα χειριστεί μια υπόθεση.
Αυτό είναι τουλάχιστον απαράδεκτο, αφού καταστρατηγεί την ασφάλεια δικαίου και επίσης ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην εύλογη καχυποψία για την αμεροληψία της ίδιας της δικαστικής εξουσίας.
Στο ίδιο άρθρο μου είχα απευθύνει και μια έκκληση όπου:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο, ως ο κατεξοχήν θεματοφύλακας της νομιμότητας, θα πρέπει να παρέμβει, και με τελεσίδικο τρόπο να λάβει αποφάσεις που να ξεκαθαρίζουν το σκηνικό, ώστε να γνωρίζουν οι πάντες τόσο τα δικαιώματα τους όσο και τις υποχρεώσεις τους, προστατεύοντας την αρχή της ασφάλειας δικαίου, που είναι βασικότατος πυλώνας του κράτους δικαίου.»
Το Εφετείο που δικάζει σε Δεύτερο Βαθμό, όντως σε μια σημαντική απόφαση του επί συγκεκριμένου ζητήματος που αφορά τη διαδικασία εκποιήσεων εξέδωσε μια απόφαση που φαινόταν ότι ξεκαθάριζε το πολύ συγκεκριμένο θέμα του τι συνιστά προσήκουσα επίδοση σύμφωνα με το σχετικό άρθρο του νόμου.
Το Εφετείο στην απόφαση του ΣΕΔΙΠΕΣ ΛΤΔ και Γεώργιου Παντέλα ημερομηνίας 1/12/2023 Πολιτική Έφεση 159/2021, αποφάνθηκε ότι: «Το ερμηνευτικό άρθρο 44ΙΕ του Ν9/65 όπως διαμορφώθηκε μετά τον τροποποιητικό Ν87(Ι)/2018 προβλέπει τα ακόλουθα:
«’Επίδοση’ σηµαίνει σε κάθε περίπτωση την παράδοση ειδοποίησης ή επικοινωνίας µε συστηµένη επιστολή, η οποία απευθύνεται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της κατοικίας ή του εγγεγραµµένου γραφείου του προσώπου, στο οποίο η ειδοποίηση ή η επικοινωνία απευθύνεται, ή στη σχετική διεύθυνση που είναι καταχωρισµένη σε µητρώο του Τµήµατος Κτηµατολογίου και Χωροµετρίας, και σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, την ιδιωτική επίδοση τέτοιας ειδοποίησης ή επικοινωνίας σε τέτοιο πρόσωπο:
Στην προκειμένη περίπτωση ο σκοπός του Νομοθέτη είναι ξεκάθαρος. Θέλησε να ιεραρχήσει τον τρόπο επίδοσης, δίδοντας επιτακτικό προβάδισμα στη συστημένη επιστολή. Μόνον όταν η επίδοση με αυτόν τον τρόπο είναι ανέφικτη, διανοίγεται ο δρόμος εναλλακτικά για ιδιωτική επίδοση, συμφώνως των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας υποκατάστατης επίδοσης, κατόπιν βεβαία σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου.
Όπως αναφύεται από τη Νομολογία, η αποστολή των Δικαστηρίων, σε ξεκάθαρες περιπτώσεις, περιορίζεται στο να διαγιγνώσκουν, μέσα από τη συνήθη και φυσική έννοια των λέξεων, τον δεδηλωμένο σκοπό του Νομοθέτη.
Η υποκειμενική άποψη του Δικαστηρίου επί του ορθολογισμού ή μη του δεδηλωμένου σκοπού, δεν δικαιολογεί ερμηνευτική εκτροπή. Συνεπώς, το γεγονός ότι με την προσωπική επίδοση, ο παραλήπτης/ενδιαφερόμενος μιας ειδοποίησης, επικοινωνίας ή εγγράφου, σαφέστατα λαμβάνει γνώση και δύναται να υπερασπιστεί ή να ασκήσει τα όποια ένδικα μέσα του παρέχονται, όπως εξάλλου έχει επισυμβεί στην προκειμένη περίπτωση, δεν δικαιολογεί ερμηνεία άλλη απ' εκείνη που είναι κρυστάλλινα καθαρή στο μάτι.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι η εφεσείουσα όφειλε να επιχειρήσει να επιδώσει την επίμαχη ειδοποίηση Τύπου «ΙΑ» με συστημένη επιστολή και μόνον αν τούτο ήταν ανέφικτο να προχωρήσει με τη διαδικασία της ιδιωτικής επίδοσης. Την υποχρέωση επίδοσης της ειδοποίησης τη φέρει ασφαλώς ο ενυπόθηκος δανειστής, ο οποίος συνακόλουθα φέρει και το βάρος να αποδείξει το «ανέφικτο» της δια Νόμου επιβαλλόμενης μεθόδου επίδοσης. Στην προκειμένη περίπτωση κανένα τέτοιο στοιχείο προσκομίστηκε από πλευράς εφεσείουσας».
Στις 7/6/2024 είχα καταχωρήσει στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού δύο Αιτήσεις/Εφέσεις κατά επικείμενου πλειστηριασμού, εκ μέρους πελάτη μου που αφορούσαν δύο ακίνητα του αλλά είχαν εντελώς πανομοιότυπα δεδομένα όσον αφορά την επίδοση της Ειδοποίησης Τύπου ΙΑ και για τα δύο ακίνητα η οποία δεν έγινε με συστημένο ταχυδρομείο αλλά με ιδιώτη επιδότη στις 25/4/2024.
Οι δύο αυτές υποθέσεις που αφορούσαν πανομοιότυπα δεδομένα ορίστηκαν από το Πρωτοκολλητείο ενώπιον δύο διαφορετικών Επαρχιακών Δικαστών.
Ενώπιον των δύο Επαρχιακών Δικαστών είχα αναλύσει επισταμένως τη νομολογία του Εφετείου που ανέφερα προηγουμένως και στην μια υπόθεση το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του πελάτη μου επικαλούμενο αποσπάσματα της απόφασης του Εφετείου με πιο σημαντικό απόσπασμα το εξής:
Σύμφωνα με την ΠΑΝΤΕΛΑ και πάλιν (ανωτέρω), την υποχρέωση επίδοσης της ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ» τη φέρει ο ενυπόθηκος δανειστής, ο οποίος, συνακόλουθα φέρει και το βάρος να αποδείξει το «ανέφικτο» της δια Νόμου επιβαλλόμενης μεθόδου επίδοσης. Με αυτό δεδομένο και λαμβάνοντας υπόψη, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι υπέχουν θέση ενυπόθηκου δανειστή, αυτοί, όχι απλώς το ανέφικτο της δια Νόμου επιβαλλόμενης μεθόδου επίδοσης δεν έχουν αποδείξει, αλλά και ότι επιχείρησαν να επιδώσουν στον εφεσείοντα την επίμαχη ειδοποίηση σύμφωνα με το Νόμο. Δηλαδή, με παράδοσή της σ’ αυτόν με συστημένη επιστολή.
Στην άλλη υπόθεση που δικάστηκε από άλλο Δικαστή το Επαρχιακό Δικαστήριο σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη ερμηνεία της κατά τα άλλα ξεκάθαρης απόφασης του Εφετείου, απέρριψε την Αίτηση/Έφεση του πελάτη μου επιτρέποντας τη διενέργεια του πλειστηριασμού.
«Έχοντας λοιπόν υπόψη την ένορκη μαρτυρία που η Εφεσίβλητη έθεσε ενώπιον μου, μέσω της ένορκης δήλωσης Ανδρέου, καθώς και το Τεκμήριο 6 που επισυνάπτεται σε αυτήν, μαρτυρία που παρέμεινε αναντίλεκτη, καθότι δεν αντικρούστηκε με κανένα τρόπο είτε διά αντεξέτασης του ομνύοντα, είτε διά της καταχώρησης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, έχω ικανοποιηθεί ότι η Εφεσίβλητη απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό, δηλαδή με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι πράγματι απέστειλε στον Εφεσίβλητο την επίμαχη Ειδοποίηση ΙΑ με συστημένη επιστολή, η οποία δεν παραλήφθηκε από αυτόν».